ΡΟΪ ΑΝΤΕΡΣΟΝ

Η αβάσταχτη βαρύτητα της ύπαρξης

Λένε πως η στιγμή γέννησης ενός καλλιτέχνη ταυτίζεται με εκείνη που ανακαλύπτει το ύφος του. Το ύφος είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος ομιλίας, μια ιδιόλεκτος που ξεχωρίζει τον ένα δημιουργό από τον άλλο. Για να κατακτηθεί το ύφος, όπως και για να κατακτηθεί μια προσωπικότητα, μια ευλογημένη διαφορά, απαιτείται κόπος, χρόνος, δουλειά και υπομονή. Τίποτα σημαντικό δεν έρχεται εύκολα. Το να ‘χεις ταλέντο δεν είναι αρκετό.

Πολλοί ταλαντούχοι δεν ξεχώρισαν ποτέ. Κι άλλοι, ίσως όχι ιδιαίτερα ικανοί, λόγω ιδιοσυγκρασίας κατάφεραν να σηκώσουν κεφάλι πάνω απ’ τη γενικευμένη ομοιομορφία. Ευτυχώς, στην περίπτωση του Σουηδού Ρόι Άντερσον, φάνηκε εξαρχής ότι υπήρχε το ταλέντο. Το ύφος όμως, η καλλιτεχνική σφραγίδα, ήρθε πολύ αργότερα.

Στο ντεμπούτο του, «Μια ερωτική ιστορία», του 1970, αφηγήθηκε μια… εφηβική ερωτική ιστορία. Το θέμα παλιό όσο κι ο κόσμος, αλλά η εκτέλεση ήταν το κάτι άλλο. Ποιητικό, ιμπρεσιονιστικό (με τα παιχνίδια του φωτός στα μαλλιά των ξανθών παιδιών να δημιουργούν εικόνες που παραπέμπουν στις εικαστικές συνθέσεις ενός Μονέ), δύσπιστο ως προς τα πολλά και εύκολα λόγια -όπως τα παιδιά που εμπιστεύονται τις πράξεις περισσότερο- το πρώτο φιλμ του Άντερσον προετοίμαζε τον κόσμο για ένα σημαντικό κινηματογραφιστή. Υπήρχε ακόμα απόσταση απ’ τον καλλιτέχνη της «Τριλογίας των ζωντανών», αν και εδώ διαφαίνεται ήδη η τάση του σκηνοθέτη να περνάει γρήγορα από το κωμικό στο τραγικό και το αντίθετο.

Πέντε χρόνια αργότερα, ο Άντερσον φιλοτεχνεί μια σπουδή στην ανθρώπινη αμηχανία. Σε εκείνες τις στιγμές αδυναμίας που μας καθιστούν πιο ανθρώπους από ποτέ. Ο «Γκίλιαπ» πασχίζει αλλά αδυνατεί, αλλά αυτό ακριβώς είναι που τον καθιστά σαρωτικά ακαταμάχητο στα δικά μας μάτια. Πλάνα ως επί το πλείστον εσωτερικά, συντεταγμένα με άκρα λεπτομέρεια, ατάκες ανεπιτήδευτης εξυπνάδας, μουσικό υπόστρωμα που φωτίζει τις στιγμές αλλά ποτέ δεν τις καταπίνει.

Μετά από μια μακριά αποχή απ’ το κινηματογραφικό μέσο που κράτησε 25 χρόνια, ο Άντερσον δεν επιστρέφει απλά. Ξαναγεννιέται. Επαναπροσδιορίζει τη στάση του απέναντι στον κόσμο. Από συγκρατημένα αισιόδοξος, γίνεται χαρούμενος πεσιμιστής. Κι αποφασίζει να γελάσει με το ανθρώπινο είδος αλλά μ’ ένα γέλιο που παγώνει το αίμα. Η στιγμή της μεγάλης κριτικής έχει φτάσει. Είναι γνωστό ότι η τραγωδία και η κωμωδία χωρίζονται από μια λεπτή, νοητή γραμμή. Αυτή η γραμμή είναι η φόρμα, η οπτική γωνία του δημιουργού. Στις αρχές των 00’s, λοιπόν, ο ιδιοφυής Σουηδός, αποφασίζει να θολώσει το όριο και να αφήσει τις κατηγορίες να κολυμπήσουν η μία μέσα στην άλλη, μετατρέποντας την τραγωδία του κτηνωδώς καπιταλιστικού, δυτικού πολιτισμού σε αντικείμενο σουρεαλιστικής διακωμώδησης.

Ακινητοποίησε την κάμερα, την έστησε απέναντι στους χαρακτήρες του σαν το μάτι του «Άλλου» (αυτού του σαρτρικού Άλλου που μας κατασκοπεύει, μας κλέβει την ελευθερία και μας μετατρέπει σε αντικείμενα), και συνέλαβε τους κινούμενους πίνακες που αθροισμένοι συναποτελούν το πρώτο του αριστούργημα. Τα «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο» είναι ανυπέρβλητης αισθητικής και φορμαλιστικής κομψότητας βινιέτες γεμάτες απ’ τον πανικό του homo economicus, φέτες μιας πραγματικότητας που έχει πάψει να μοιάζει αληθινή.

Η μοντέρνα εμπειρία (σε ό,τι το οικουμενικό διαθέτει) της αλλοτρίωσης, του ωφελιμισμού και της αποπνευματοποίησης, σαν πικρό ανέκδοτο που εκρήγνυται στο πρόσωπο μας, να τι είναι τα «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο». Όχι απλώς μια πολύ μεγάλη ταινία, κάτι πιο δυσοίωνο, πιο κρίσιμο που μας αφορά. Ο σαρκαστικός επικήδειος μιας εποχής που αρνείται να παραδεχθεί πως πεθαίνει.

Στη συνέχεια, ο στοχασμός πάνω στην αξιακή παρακμή της Δύσης και του εκφυλισμού που αυτή συνεπάγεται (δεν είναι τυχαίο που οι ήρωες του θυμίζουν νεκροζώντανους κλόουν), μας δίνει μια ακόμα κορυφαία ταινία, πικρού γέλιου και λυτρωτικού θρήνου: το «Εσείς, οι ζωντανοί» ξαναπιάνει το ζήτημα, εφτά χρόνια αργότερα και τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει.

Το Σάββατο, 8 Νοεμβρίου, η τριλογία ολοκληρώνεται με την ταινία που θριάμβευσε στη Βενετία, το «Ένα περιστέρι έκατσε σ’ ένα κλαδί συλλογιζόμενο την ύπαρξή του» (φωτό) και μένει να δούμε, μετά από τόση απογοήτευση, τόση απελπισία, ποια είναι η τελική ετυμηγορία του -ώριμου καλλιτέχνη πια- Άντερσον για τους, κατ’ επίφαση μόνο, ζωντανούς. Υποψιαζόμαστε ότι δε θα χαϊδέψει αυτιά. Έτσι κι αλλιώς, γι’ αυτό χρειαζόμαστε την Τέχνη του. Επειδή δεν μας χαρίζεται.

Γιάννης Σμοΐλης 



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved