Film Noir Battles, Vol. 1

Topic: “Interstellar”, του Κρίστοφερ Νόλαν

Αντίπαλοι: Θόδωρος Γιαχουστίδης vs Σωτήρης Χ. Μπαμπατζιμόπουλος

Διεκδικούμενος τίτλος: Τίποτα απολύτως. For the love of the game.

Τελικά, τι είναι το πολυσυζητημένο “Interstellar”, του Κρίστοφερ Νόλαν; Ένα καθηλωτικό αριστούργημα ή ένα υπερτιμημένο ανοσιούργημα; Δύο από τις «βαριές» πένες του «Φίλμ Νουάρ» αφήνουν κατά μέρος τις ευγένειες, φορούν τα γάντια τους και γρονθοκοπούν ο ένας τον άλλο με επιχειρήματα. Στη μία γωνία του ρίνγκ, με το μπλε σορτσάκι, ο Θόδωρος Γιαχουστίδης (ΘΓ), αποθεώνει την ταινία και το μήνυμά της. Στην άλλη γωνία, με το κόκκινο σορτσάκι, ο Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος (ΣΜ) κατακεραυνώνει τον Νόλαν και δηλώνει απογοητευμένος από την περσόνα που υποδύεται ο αγαπημένος του, Μάθιου ΜακΚόναχι. Καμπανάκι έναρξης!

ΘΓ: Ας το ξεκινήσουμε λοιπόν, παιδικά. Γιατί δεν σου άρεσε Σωτήρη το αριστούργημα του Νόλαν;

ΣΜ: Ποιο αριστούργημα; Όχι απλώς δεν μου άρεσε, ήμουν οριακά να το σιχαθώ… Απορώ πώς ενθουσιάστηκε ένα κομμάτι του κόσμου από την ταινία.

ΘΓ: Βαριές κουβέντες σύντροφε και μετά τον γενικό αφορισμό περιμένω μερικά επιχειρήματα για να αρχίσω να σε «πυροβολώ» κι εγώ. Κι εγώ ενθουσιάστηκα.

ΣΜ: Το ξέρω… Κανείς δεν είναι τέλειος.

ΘΓ: Άσε τις… φιλοφρονήσεις και προχώρα στο ψητό.

ΣΜ: Λοιπόν, είχα ένσταση σχεδόν στα πάντα. Το μόνο που κρατάω προσωπικά είναι πως η ιδέα ήταν ενδιαφέρουσα, το όλο παιχνίδι με τη σχετικότητα του χρόνου σε έβαζε σε σκέψεις, αλλά κάθε φορά που ένιωθα πως υπάρχει ζουμί, οι κάκιστες επιλογές (είτε σεναριακές είτε αισθητικές) με απογοήτευαν. Ο μελοδραματισμός εκβίαζε τον θεατή με εύκολο «σαπουνοπερικό» τρόπο. Ένα παράδειγμα: ανεβαίνουν από τον πρώτο πλανήτη στο διαστημόπλοιο. Για τους δυο αστροναύτες που ήταν εκεί, έχουν περάσει μονάχα τρεις ώρες, ενώ για αυτόν που τους περιμένει, 23 ολόκληρα χρόνια. Καταπληκτική ιδέα! Οι ενοχές των δυο για τη λάθος επιλογή, τα υπαρξιακά κι η τρέλα αυτού που περιμένει, υπέροχη πρώτη ύλη. Αντ’ αυτών, προσπερνάμε το όλο γεγονός σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα κι η Αν Χάθαγουεϊ (σε ένα από τους χειρότερούς της ρόλους ever) βγάζει ένα ανόητο, ρηχό, εύκολο και κλισέ λόγο για τη σημασία της αγάπης. Τραβούσα τα μαλλιά μου. Σε προκαλώ να απαντήσεις!

batle vol 1 tefxos 92 foto2

ΘΓ: Θα σου απαντήσω με μεγάλη μου χαρά! Χάνεις τη μεγάλη εικόνα, που λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι. Δεν σου λέω ότι η ταινία δεν έχει προβλήματα, ίσα ίσα. Αλλά αυτές της οι αδυναμίες την καθιστούν τόσο μα τόσο ανθρώπινη. Και μένα με έχει κυριεύσει ο κυνισμός της εποχής και το κήρυγμα της ταινίας περί αγάπης μου φάνηκε κάπως… Μία άλλη στιγμή αστοχίας είναι η σκηνή με τη φωτιά στο καλαμποχώραφο, με τον Κέισι Άφλεκ να έρχεται με φόρα και σε παράλληλο μοντάζ με τη δράση και το ρολόι με τα μορς, έτσι ώστε ο θεατής να αναμένει ότι κάτι φοβερό θα συμβεί. Πού με κέρδισε όμως ο Νόλαν; Ήθελε το γλυκερό μήνυμά του περί αγάπης να περάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Εξ ου κι η εκλαΐκευση των επιστημονικών όρων -που πάλι παραμένουν ακατανόητοι για το πόπολο. Εξ ου κι οι «εμπορικοί» χειρισμοί σε ένα τόσο δύσκολο θέμα. Για την ξεκάθαρη όμως και αφοπλιστική πίστη στον άνθρωπο, δεν μπορείς να μην του βγάλεις το καπέλο. Ούτε Θεοί ούτε εξωγήινοι, μόνο ο άνθρωπος! Και δεν μιλάω για την οπτικοακουστική πανδαισία, ένα χάρμα ειδέσθαι και ακούειν. Σειρά σου.

ΣΜ: Δεν έχω κανένα πρόβλημα με την αγάπη. Υπέρμαχός της είμαι. Όχι άλλο κυνισμό. Και ναι, κέντρο των πάντων ο άνθρωπος. Τέλεια. Το πρόβλημά μου είναι ο τρόπος. Κι η μεγάλη εικόνα είναι η αφήγηση, ο τρόπος που επιλέγεις για να πεις μια ιστορία. Ο τρόπος του δεν μπορούσε να με αγγίξει, μου φαινόταν αστείος. Ακόμη και τη μεγάλη συνάντηση του πατέρα με τη γριά κόρη κατέστρεψε, γιατί προτίμησε τον εύκολο δρόμο. Όσο για την πανδαισία, που λες, η μισή ταινία στο σύμπαν ήταν σαν screensaver υπολογιστή. Δεν μπορώ να παραβλέψω το αφηγηματικό κομμάτι, διότι ο τρόπος με τον οποίο λες την ιστορία είναι και ο τρόπος με τον οποίο θα αγγίξεις το θεατή. Προφανώς κέρδισε πάρα πολλούς, αλλά έχασε και πολλούς άλλους. Προφανώς, ανήκω στους δεύτερους. Όταν ακούω ατάκες: «Θα σώσεις την οικογένειά σου ή την ανθρωπότητα;», γελάω. Συν τοις άλλοις, η περσόνα του ΜακΚόναχι. Για όνομα του Θεού. (Παρόλο που είμαι γκρούπι του.)

ΘΓ: Τι σε πείραξε το πουλέν ρε; Μια χαρά ήταν με τα βλαχοαμερικάνικά του, ένας τυπικός Αμερικάνος ήρωας. Εντάξει, κι εμένα με ενόχλησαν οι δυο-τρεις αμερικάνικες σημαίες σε μερικά πλάνα της ταινίας, αλλά ok.

ΣΜ: Δεν αναφέρομαι στην ερμηνεία, αλλά στην περσόνα και το ιδεολογικό υπόβαθρο. Μου θύμισε το απαράδεκτο “Hurt Locker”. Ένας καουμπόης του διαστήματος, ο σύγχρονος υπερήρωας, που μιλάει μάγκικα, έχει οπλοστάσιο από ατάκες, εξερευνά το διάστημα, τα βάζει με όλους και με όλα, κάνει μέχρι και μαγκιές στον τρόπο με τον οποίο θα προσγειώσει το διαστημόπλοιο, αγαπάει, φλερτάρει, παλεύει, είναι λαϊκός και επιστήμονας μαζί, σώζει τον κόσμο, είναι ο ήρωας που όλοι θα θέλαμε.

ΘΓ: Ώπα, ώπα, πάτησες κάλλο τώρα! Τι σχέση έχει η ταινία του Νόλαν με τη φρίκη της Μπίγκελοου; Εκείνο ήταν ένα οικτρό στρατόκαβλο κατασκεύασμα, έλεος δηλαδή, καμία σχέση! Πέρα όλων των άλλων, οι «κακοί» στην ταινία του Νόλαν, δηλαδή κατά βάση ο Ματ Ντέιμον και κατά δεύτερον, από μία ιδιαίτερη σκοπιά, ο Μάικλ Κέιν, ακολουθούν τα πιστεύω τους: για το καλό της ανθρωπότητας πολεμούν ενθουσιωδώς ή ηττοπαθώς αντιστοίχως. Δεν εκκινούν από πατριωτικά ή εγωιστικά κίνητρα. Ο ΜακΚοναχι δεν είχε καμία σχέση με τέτοιου είδους ήρωα. Ίσα ίσα, φθαρτός ήταν, με ελαττώματα, καθόλα γήινος.

ΣΜ: Το ξέρω. Αλλά ο υπερκούλ τρόπος του μου θύμισε τον τρόπο που απασφαλίζανε τις νάρκες με ύφος καουμπόη και ψυχραιμία μεγατόνων. Εγώ θα σώσω τον κόσμο, ο καουμπόης, το σύμβολο της αμερικανικής κουλτούρας. Πριν 15 χρόνια, ο ΜακΚόναχι θα κάπνιζε και Marlboroγια να ολοκληρωθεί η εικόνα του καουμπόη. Ήταν πιο κουλ από όσο μπορούσα να αντέξω. Ήταν ευαίσθητος, γιατί οι μοντέρνοι άντρες κλαίνε, αλλά το ιδεολογικό υπόβαθρο εξακολουθούσε να είναι αυτό του καουμπόη εξερευνητή που θα σώσει τον κόσμο και που βγάζει από το μανίκι του το ένα τραπουλόχαρτο μετά το άλλο.

ΘΓ: Σωτήρη, γι” αυτό μου άρεσε τόσο η ταινία. Γιατί μου είπε πως κι εσύ κι εγώ κι όλοι μας, υπό δύσκολες συνθήκες, μπορούμε να βγάλουμε τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό μας. 99 στις 100, αυτό δεν είναι αρκετό. Αλλά μία στις 100 φτάνει και περισσεύει. Ο Μάθιου μου θύμισε τον ήρωα που υποδύεται ο Νίσον στο “TheGrey”. Against all odds και μάχη μέχρις εσχάτων. Όπως και ο Ρέντφορντ στο “All is Lost” ή τραβηγμένα, όπως ο Πι στη «Ζωή του Πι». Υπαρξιακή είναι η πάλη τους, όχι ηρωική.

ΣΜ: Διαφωνώ, αλλά ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη. Ισοπαλία;

ΘΓ: Κρατάω την ισοπαλία κι ελπίζω όσοι άντεξαν και μας διάβασαν ως το τέλος, να «ψήθηκαν» να δουν την ταινία και να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα.

ΣΜ: Δίκαιο αποτέλεσμα. Ακόμη πάντως κι εγώ, που κόντεψα να ματώσω το κεφάλι μου από τα χτυπήματα στην καρέκλα (που λέει ο λόγος), συμφωνώ πως είναι η ταινία που πρέπει να δεις για να έχεις άποψη. Αν μη τι άλλο, σε προκαλεί να πάρεις θέση.

ΘΓ: Έγινε λοιπόν.

Καμπανάκι λήξης. Η πρώτη FilmNoirBattle ήταν ισορροπημένη και αμφίρροπη. Δεν υπήρξε νοκ άουτ και ο νικητής θα κριθεί στα σημεία. Εσείς τι πιστεύετε για το “Interstellar”; Περιμένουμε τις δικές σας απόψεις, στη σελίδα του «Φίλμ Νουάρ» στο facebook. Μέχρι την επόμενη δική μας μονομαχία, να βλέπετε πολλές ταινίες και να «μαλώνετε» γι’ αυτές!



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved