Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΕΠΙ ΧΟΥΝΤΑΣ

κάποιες σκέψεις

του Γιάννη Φραγκούλη

Μιλώντας για τη λογοκρισία επί χούντας το πρώτο που μπορεί κάποιος να πει είναι ότι αυτοί οι λογοκριτές ήταν ανόητοι ή ηλίθιοι επειδή λογόκριναν ακόμα και τα πιο αβλαβή έργα τέχνης για ένα ολοκληρωτικό καθεστώς όπως αυτό. Είναι όμως έτσι; Μήπως αυτή είναι μία βιαστική και αβασάνιστη σκέψη; Έχει, αυτό το θέμα κάποιο βάθος που θα πρέπει να αναλύσουμε  για να βρούμε την κατάσταση των πραγμάτων; Προσπαθώντας να απαντήσουμε σε αυτά και σε άλλα ερωτήματα, αυτά που θα προκύψουν από τον αναλυτικό μας λόγο, θα κοιτάξουμε κάποιες πλευρές του λογοκριτή που μπορεί να μην έχουν φωτιστεί όσο θα έπρεπε.

Τι είναι ένας λογοκριτής; Σε όλες τις περιπτώσεις είναι ένας υπάλληλος μιας υπηρεσίας. Παίρνει εντολές από ένα κέντρο αποφάσεων και φροντίζει να τις εκτελεί με τον πιο καλό τρόπο, αφού θέλει να αποδείξει ότι είναι καλός υπάλληλος. Είναι το εκτελεστικό όργανο και όχι αυτός που έχει σχεδιάσει αυτή την ενέργεια. Είναι όπως ο στρατιώτης που σκοτώνει στον πόλεμο, έχοντας πάρει εντολή από τον αξιωματικό του, είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Άρα τα πυρά μας θα πρέπει να μη στοχεύσουν αυτό το όργανο, αλλά αυτόν που έχει σχεδιάσει αυτή την ενέργεια, όπως δεν πυροβολούμε το πιστόλι αλλά αυτόν που το χειρίζεται, για να αμυνθούμε. Σε κάποιες περιπτώσεις οι λογοκριτές μπορεί να εμπλέκονται στο σχεδιασμό αυτής της πολιτικής, αλλά αυτές είναι σπάνιες γιατί σπανίως θα θέλει το κέντρο αποφάσεων να αποκαλυφθεί. Άρα, στην ανάλυσή μας, θα πρέπει να δούμε το ποιος και γιατί σχεδίασε αυτή την πολιτική με αυτό τον τρόπο.

Ο σχεδιασμός της λογοκριτικής πολιτικής. Για να είμαστε μέσα στο θέμα θα πρέπει να εστιάσουμε πρώτα στο κέντρο αποφάσεων αυτής της χώρας και μετά να βρούμε τις διασυνδέσεις του με κέντρα αποφάσεων από άλλες χώρες. Για να μπορέσει, λοιπόν, κάποιος να κάνει μία σωστή και αποτελεσματική λογοκριτική πολιτική θα πρέπει πρώτα να δει το τι θέλει να επιβάλλει και μετά το πώς θα προστατέψει αυτές τις αποφάσεις του. Θα πρέπει, λοιπόν, να είναι αντικειμενικός, όσο μπορεί να φιλτράρει μέσα από τις προσωπικές του πεποιθήσεις, και οξυδερκής για να είναι ο σχεδιασμός του σωστός, χωρίς πολλά περιττά θέματα.

Υπάρχει ανάγκη ο σχεδιαστής της πολιτικής αυτής διαδικασίας να είναι γνώστης της ευρείας πολιτικής σκέψης και όχι ενός στενού τομέα της. Είναι ανάγκη η ανάλυση αυτού που σχεδιάζει τη λογοκρισία να είναι βαθιά και ουσιαστική. Δεν είναι τυχαίο ότι οι θεωρητικοί της χούντας είχαν σπουδάσει το μαρξισμό, ήξεραν που, πως και πότε θα πρέπει να χτυπήσουν. Ένα δεύτερο σημείο είναι η ψυχολογική ανάλυση που θα πρέπει να κάνει για να μπορέσει να βρει τα αδύνατα σημεία και τις άμυνες του αντιπάλου, για να μπορέσει η λογοκρισία να είναι αποτελεσματική.

Οι στόχοι της λογοκριτικής πολιτικής. Η ιστορία μας έχει διδάξει ότι οι στόχοι της λογοκρισίας είναι πολλοί. Η ανάλυση αυτών των καταστάσεων μπορεί να μας δείξει αυτούς τους στόχους και να φανεί το βάθος αυτής της πολιτικής σκέψης. Έτσι μόνο μπορούμε να καταλάβουμε το μέγεθος της λογοκρισίας, τη βαρύτητά της, το κοινωνικό και ηθικό έγκλημα που έχει διατελέσει, να αποδώσουμε τελικά το ακριβές ιστορικό της πλαίσιο, για να μπορέσουμε τελικά να την καταδικάσουμε με στιβαρά επιχειρήματα. Ας προχωρήσουμε στην έρευνά μας.

Πρώτος στόχος: η ενημέρωση. Είναι προφανές ότι ο κύριος στόχος της λογοκριτικής πολιτικής είναι η ενημέρωση του κόσμου. Ο λαός δε θα πρέπει να ενημερώνεται για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, πολύ περισσότερο δε θα πρέπει να φτάνουν σε αυτόν τέτοιες αναλύσεις. Όσο έχει απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας τόσο δε θα μπορεί να αξιολογεί, με άλλα λόγια, θα λειτουργεί ως αυτιστικός όσον αφορά στην επαφή του με την πραγματικότητα, δημιουργώντας τη δική του «πραγματικότητα», αυτή που έμμεσα του επιβάλλουν. Πλέον είναι εύκολο να χειραγωγηθεί και, όντας αποπροσανατολισμένος, θα είναι έρμαιο των αποφάσεων που η κεντρική εξουσία θα εκδώσει. Τι σημαίνει όμως «απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας»;

Δεύτερος στόχος: η ψυχολογική χειραγώγηση. Μεγαλύτερη σημασία έχει ο χειρισμός του ανθρώπου με ψυχολογικό τρόπο παρά η έλλειψη πληροφόρησής του. Αυτό που μένει στην ψυχολογία του, στην πρώτη περίπτωση, είναι ένα τραύμα στον ψυχικό του κόσμο που δύσκολα επουλώνεται. Αν, μάλιστα, δεν επουλωθεί τότε, μοιραία, θα πολλαπλασιάσει αυτές τις τραυματικές εμπειρίες και θα υπάρχει μόνιμα ένα στίγμα που, κατά πάσα πιθανότητα, θα μεταφερθεί στις επόμενες γενιές. Αυτή η ψυχολογική χειραγώγηση έχει τις εξής παραμέτρους.

Κατ’αρχήν, η έλλειψη ενημέρωσης αφήνει ένα κενό στον άνθρωπο που με έμμεσο τρόπο του φανερώνει έναν άλλο εαυτό του, μία κατασκευή του Εγώ του, μία προσωπικότητα που είναι ανίκανη να αποφασίζει με ικανά κριτήρια, άρα θα πρέπει να αναζητήσει τη βοήθεια αλλού, στους «σωτήρες» του, οι οποίοι είναι έτοιμοι να του πλασάρουν αυτό που έχουν σχεδιάσει από πριν για αυτόν και συνολικά για όλη την κοινωνία.

Κατά δεύτερο λόγο, στερεί την απόλαυση. Υπενθυμίζουμε ότι η απόλαυση είναι ένα από τα μεγάλα ζητούμενα της ψυχολογίας γιατί είναι ο καταλύτης για την αντίληψη της πραγματικότητας. Αυτή η απόλαυση που στερείται έχει να κάνει τόσο με την αίσθηση της πραγματικότητας όσο και με τα αισθητικά δεδομένα που δημιουργούν μία άλλη «πραγματικότητα», αυτή που ο κάθε άνθρωπος σχηματίζει, αναπτύσσοντας την ευφυΐα και τον ψυχικό του κόσμο. Έτσι δεν έχει τα απαραίτητα εφόδια για να αναπτυχθεί και παραμένει υποκείμενο σε πολιτικές χειραγώγησης, γινόμενος, τελικά, υποστηρικτής των ολοκληρωτικών πολιτικών.

Κατά τρίτο λόγο, είναι πιο εύκολο να στραφεί ο άνθρωπος σε εύκολες λύσεις που καταστρέφουν τις ρίζες του ψυχισμού του, κάνοντάς τον απαθή και άβουλο μόριο της κοινωνίας, άρα καταναλωτή αυτών των πολιτικών που θέλουν να επιβληθούν. Τέτοιες λύσεις προτείνουν οι παθητικές θρησκευτικές αντιλήψεις, οι ιδεαλιστικές πρακτικές, ο μυστικισμός και οι παραθρησκευτικές τελετές.

Τρίτος στόχος: η διαμόρφωση της κοινωνίας. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να διαμορφωθεί ένα μεγάλο στρώμα της κοινωνίας. Αν αποκοπεί ο κάθε άνθρωπος από τον κοινωνικό ιστό, με τους τρόπους που προαναφέραμε, είναι εύκολο να πιστέψει ότι είναι μόνος και αυτεξούσιος, κύριος του εαυτού του, ικανός να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή. Η παραποιημένη αυτή πραγματικότητα δημιουργεί κενά στον κοινωνικό ιστό, αυτός είναι εύκολο να διαλυθεί και να αναδιαμορφωθεί με άλλο τρόπο, όπως, δηλαδή, είναι προσχεδιασμένο.

Αυτό το τραύμα, σε επίπεδο κοινωνίας πλέον, είναι δύσκολο να επουλωθεί, παραμένει για πολύ καιρό, μεταβιβάζεται στις επόμενες γενιές, αναπαράγεται και γίνεται, τελικά, μία κραταιά ιδεολογική θέση. Σε αυτά τα κενά θα προστεθούν αξίες φτιαχτές και επιβεβλημένες για να δημιουργήσουν μία άλλη κοινωνία έτοιμη να δεχτεί τις καταναλωτικές επιταγές του διεθνούς, πλέον, οικονομικού συστήματος. Έχουμε φτάσει λοιπόν στον τελικό στόχο της λογοκρισίας, της επιβολής συγκεκριμένων απόψεων: στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας παθητικής να δεχτεί αυτά που θα της πει το διευθυντήριο του συστήματος, δια των αντιπροσώπων του, η πατρική εξουσία.

Η αντίθετη άποψη. Στην άλλη πλευρά, διαμετρικά αντίθετα, από τη λογοκρισία είναι η δημοκρατική και ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Το πεδίο που όλα συζητιούνται, πριν να αποφασισθεί κάτι, έτσι ώστε να γίνουν κτήμα του κάθε ανθρώπου και, κατά συνέπεια του λαού, σα διαδικασία και σα γνώση. Ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και μπορεί πλέον να αντιδράσει όταν θα πρέπει, όταν θα πληγεί είτε αυτός ο ίδιος είτε ένα μέρος της κοινωνίας, θα είναι ενεργητικό μέλος της και όχι παθητικό. Η κοινωνία δομείται και αναδομείται σύμφωνα με τις επιταγές αυτών που τη διαχειρίζονται, οι οποίοι είναι αυτοί που ζουν σε αυτήν.

Τρόπος άμυνας. Η μοναδική άμυνα είναι η ενημέρωση και η παρέμβαση ενάντια στη λογοκρισία. Μόνο έτσι μπορεί να διαλυθεί η αυταρχική λογική και, τελικά, η τέτοια διακυβέρνηση της κοινωνίας. Αυτός ήταν ο λόγος που η χούντα, αλλά και άλλες φασιστικές κυβερνήσεις, τιμώρησαν με ακραίες σωματικές τιμωρίες ή με θάνατο αυτούς που προσπάθησαν να αντισταθούν σε αυτή τη λογική. Μπορούμε, σήμερα, να δούμε τα καταστροφικά κατάλοιπα αυτής της πρακτικής -της λογοκρισίας και της επιβολής απόψεων- στη δική μας κοινωνία και πιο ειδικά στον άνθρωπο.

Είναι εφικτό; Φαντάζει ότι η πρόταση για μία κοινωνία, που να λειτουργεί δημοκρατικά και δημιουργικά για τον άνθρωπο, είναι ουτοπική. Όμως αν αναλογιστούμε ότι η κοινωνία έγινε έτσι από τότε που επιβλήθηκε η ατομική ιδιοκτησία και ασκήθηκε η πρώτη μορφή βίας, από το πέρασμα από τη μητριαρχική στην πατριαρχική διακυβέρνηση της κοινωνίας, χωρίς να μεριμνήσει, αυτός που πρότεινε αυτή την κοινωνική διακυβέρνηση, να υπολογισθεί ο άνθρωπος ως μία οντότητα και όχι ως ένα αριθμημένο μόριό της, τότε θα καταλάβουμε ότι, αν διδαχθούμε από την παγκόσμια ιστορία, μπορούμε να κάνουμε μία κοινωνία που θα υπηρετεί τον άνθρωπο και δε θα την υπηρετεί αποκλειστικά αυτός. Αυτό όμως είναι αντικείμενο μιας ουσιαστικής επανάστασης, όπως την όριζε στο «Κεφάλαιο» ο Μαρξ και όπως δεν έγινε ποτέ μέχρι σήμερα.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved