Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΜΙΑΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

ακολουθώντας τη θεωρία του μοντάζ

του Γιάννη Φραγκούλη

Με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να «χρησιμοποιήσουμε» τη θεωρία του μοντάζ για να οργανώσουμε μία εικαστική έκθεση; Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας έκθεση φωτογραφίας. Αυτά τα συμπεράσματα που θα βγάλουμε μπορούμε να τα εφαρμόσουμε, κατά αντιστοιχία, σε οποιαδήποτε άλλη έκθεση τέχνης. Ας ερευνήσουμε τις δυνατότητες που μας δίνει η θεωρία του μοντάζ όπως αναλύθηκε από το Dziga Vertov και τον Sergei Eisenstein στον κινηματογράφο. Τη θεωρία του μοντάζ μπορούμε να τη διαβάσουμε εδώ, ως προαπαιτούμενο για την κατανόηση αυτού του κειμένου.

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Ορίζουμε ότι η έκθεση φωτογραφίας που θέλουμε να οργανώσουμε έχει ως θέμα της την πλατεία Αριστοτέλους και το χώρο που την περιβάλλει. Οι φωτογραφίες θα έχουν σα θέμα αυτό το χώρο της Θεσσαλονίκης. Θα προσπαθήσουμε να βάλουμε αυτές τις φωτογραφίες σε μία σειρά έτσι ώστε να παραχθεί ένα νόημα. Με αυτή την έννοια, ο θεατής της έκθεσης γίνεται αναγνώστης του κειμένου που ο διοργανωτής θέλει να προσφέρει.

Σύμφωνα με τις θεωρίες του μοντάζ, στον κινηματογράφο, τις διάφορες κατηγορίες του, θα προσπαθήσουμε να δούμε την εφαρμογή αυτών των θεωριών και να ανακαλύψουμε αν παράγονται διαφορετικές αφηγήσεις, εφόσον χρησιμοποιήσουμε διαφορετικά είδη μοντάζ. Θα ερευνήσουμε ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ αυτών των μορφών της αφήγησης, τόσο μορφολογικά όσο και εννοιολογικά. Τελικά, θα διερευνήσουμε τα διαφορετικά ψυχολογικά πεδία που δημιουργούνται στο θεατή και με ποιο τρόπο αυτός γίνεται αναμεταδότης της παραγόμενης αφήγησης.

Η ΚΑΤΑ VERTOV ΑΠΟΨΗ

Έχοντας διαβάσει στο προαναφερθέν κείμενο τη φιλοσοφία του Dziga Vertov, μπορούμε τώρα να δούμε μία εφαρμογή της. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι το συναίσθημα που θέλω να βγάλω, άρα τη μορφή της αφήγησης που προτείνω. Αν έχω κάποιο άλλο συναίσθημα, τη στιγμή της δημιουργίας, σχετικά με το υλικό μου, τότε η αφήγησή μου θα είναι εντελώς διαφορετική. Η αφήγηση αυτή είναι βιωματική και ως τέτοια την αντιλαμβάνεται ο θεατής.

Ας δούμε τώρα στο παράδειγμά μας πως θα μπορούσε να ήταν αυτή η αφήγηση:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Είναι φανερό ότι έχουμε την οπτική ματιά ενός παρατηρητή, η οποία είναι ανθρωποκεντρική. Παρατηρεί πρώτα τα δημιουργήματα του ανθρώπου, ακολούθως το τι βλέπει ένας άνθρωπος, τραβάνε την προσοχή του τα αρχιτεκτονήματα του περιβάλλοντος χώρου, τέλος τους ανθρώπους που μπαίνουν σε αυτό το χώρο, για να καταλήξει σε μία παρέα ανθρώπων και κλείνει με τη μοναξιά ενός ανθρώπου που μένει μόνος του, κάπως κλεισμένος στον εαυτό του ή περιμένοντας χωρίς ελπίδα κάτι.

Η ΚΑΤΑ EISENSTEIN ΑΠΟΨΗ

Θεωρώντας δεδομένο ότι έχουμε διαβάσει το κείμενο για τη θεωρία του μοντάζ, θα διερευνήσουμε τις πέντε διαφορετικές κατηγορίες του μοντάζ κατά τον Eisenstein, σύμφωνα με το υλικό που έχουμε, όμως στην πέμπτη κατηγορία θα προσθέσουμε και άλλο υλικό για να δημιουργήσουμε αυτό που ονομάζεται διανοητικό μοντάζ.

ΜΕΤΡΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ

Θα δούμε πως στην πράξη εφαρμόζουμε το μετρικό μοντάζ. Ψάχνουμε να βρούμε ένα μέτρο και να θεμελιώσουμε την επανάληψη αυτού, όπως ορίζει το μετρικό μοντάζ. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η επανάληψη του μέτρου δημιουργεί ένα χάος εντυπώσεων, μία σύγχυση που θα μείνει σαν εντύπωση μετά τη θέαση του εικαστικού συνόλου που έχει δει. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ο θεατής να αποκομίσει μία μορφή αφήγησης.

Στο παράδειγμα μας θα δούμε μία μορφή του μετρικού μοντάζ:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όπως μπορούμε να δούμε έχουμε μία απλή περιγραφή του χώρου, εξωτερικά, ακολούθως εσωτερικά, για να καταλήξουμε στο ανθρώπινο στοιχείο που θα τη «χειριστεί». Βλέπουμε ότι η κάθε φωτογραφία εκπέμπει τη δική της αφήγηση, άρα έχουμε ένα σύνολο αφηγήσεων, δημιουργείται ένα αφηγητικό χάος, με αποτέλεσμα ο θεατής να μπορέσει να αποκομίσει την ελάχιστη αφήγηση, η οποία θα αναφέρεται ότι υπάρχει αυτός ο χώρος και ότι είναι κάπως έτσι. Μέχρι εκεί, δημιουργείται όμως μία σύγχυση και όχι κάτι το συγκεκριμένο.

ΡΥΘΜΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ

Τώρα θα προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε ένα ρυθμό στην αφήγησή μας. Για αυτό το λόγο θα προσπαθήσουμε να «μπερδέψουμε» τα αφηγηματικά κομμάτια, έτσι ώστε να δημιουργείται ένας ρυθμός στην αφήγηση. Επειδή εδώ δεν έχουμε μία διάρκεια, όπως συμβαίνει στην κινούμενη εικόνα, την έννοια της διάρκειας του κινηματογραφικού πλάνου θα πρέπει να την αντικαταστήσουμε με τη χρονική διάρκεια του βλέμματος που κοίτα μία φωτογραφία ή οποιοδήποτε άλλο έκθεμα. Θα μετρήσουμε αυτή τη χρονική διάρκεια υπολογίζοντας την σύμφωνα με την σπουδαιότητα, τη σημασία, το ενδιαφέρον που αυτό το έκθεμα έχει. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα ρυθμό που θα έχει να κάνει με τη μεγάλη και τη μικρή σε χρόνο προσήλωση του βλέμματος από το ένα έκθεμα στο άλλο.

Ας το δούμε στο παράδειγμά μας:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βλέπουμε ότι έχει δημιουργηθεί ένας ρυθμός, η εντύπωση όμως που δημιουργείται στο θεατή είναι συγκεχυμένη, λιγότερο από το μετρικό μοντάζ, δεν έχουμε καταφέρει όμως ακόμα να καθηλώσουμε το θεατή, η προσοχή του να είναι πάντα εκεί που εμείς θέλουμε, για να δομήσουμε με ακρίβεια την αφήγησή μας.

ΤΟΝΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ

Τα τεμάχια που θα βάλουμε εδώ θα είναι διαφορετικά και θα δημιουργούν μία κίνηση με χαρακτηριστικά χωρορυθμικά.

Ας το δούμε στο παράδειγμά μας και θα το αναλύσουμε μετά:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βλέπουμε κάποιες «άσχετες» εικόνες. Αυτές στην κινηματογραφική γλώσσα ονομάζονται «σφήνες» και χρησιμεύουν για να συνδέσουν δύο πλάνα μεταξύ τους. Τις χρησιμοποιήσαμε και στο ρυθμικό μοντάζ, θα τις χρησιμοποιήσουμε και στα άλλα είδη. Επιπροσθέτως, παρατηρούμε ότι αυτές οι εικόνες είναι σχετικά αδιάφορες, χωρίς νόημα, όσον αφορά την αφήγηση που θέλουμε να δομήσουμε, άρα το βλέμμα δε μένει πολύ σε αυτές, δημιουργείται ένας ρυθμός. Εδώ όμως έχουμε βάλει περισσότερες και δημιουργούμε ένα μεγαλύτερο ρυθμό, ένα τόνο, άρα ο θεατής είναι περισσότερο χρόνο σε εγρήγορση. Στο τέλος καταλαβαίνει πιο εύκολα -απ’ότι στο ρυθμικό και στο μετρικό μοντάζ- τη μοναξιά αυτού του ανθρώπου, ο οποίος βρίσκεται σε ένα πολυσύχναστο μέρος, όμορφο και ενδιαφέρον, αλλά η μοναξιά του έχει δημιουργήσει σε αυτόν ένα είδος κατάθλιψης. Ας δούμε τώρα πως μπορούμε να δυναμώσουμε αυτό το συναίσθημα.

ΥΠΕΡΤΟΝΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ

Με αυτή την κατηγορία σκοπεύουμε να κεντρίσουμε το κεντρικό νευρικό σύστημα του ανθρώπου και να παράξουμε κίνηση, στην κυριολεξία, η οποία θα έρθει ως παράγωγη της νευρικής διέγερσης που θα του μεταδώσουμε. Το αποτέλεσμα θα είναι να βιώσει πιο δυνατά την ένταση του συναισθήματος αυτού του ανθρώπου.

Ας το δούμε στο παράδειγμά μας:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μπορούμε να δούμε ότι έχουμε δημιουργήσει μία αναμονή. Ο θεατής αισθάνεται την ανάγκη να δει τι γίνεται. Επίσης έχουμε δομήσει ένα ρυθμό, με τις σφήνες, και κόψαμε στα δύο αυτή τη σειρά, «μπερδεύοντας» τις εικόνες, σε μία «παράξενη» σειρά, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε την αίσθηση του αλλόκοτου, του μπερδεμένου, της σύγχυσης. Αφήσαμε στο τέλος μία αναμονή για να δείξουμε καλύτερα το συναίσθημα της μοναξιάς και της σύγχυσης που αισθάνεται αυτός ο άνθρωπος, αποκομμένος από το περιβάλλον του. Ο ρυθμός μας ήταν πολύ «κοφτός» και οι εικόνες ήταν σε σύγκρουση η μία με την άλλη, έτσι ώστε να δώσουμε την έννοια της εσωτερικής σύγκρουσης.

ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ

Σε αυτή την κατηγορία μοντάζ έχουμε τον υπερτόνο διανοητικού τύπου. Ουσιαστικά υπάρχουν δύο παράλληλες σειρές αφηγηματικών στοιχείων -σεκάνς στην κινηματογραφική γλώσσα- που συνδέονται παράλληλα με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να δίνουν ένα διαφορετικό νόημα ως παραγόμενο από αυτή την πολλαπλή και αλλεπάλληλη ένωση. Είναι προφανές ότι αυτό το νόημα, αφού δεν εκφέρεται ρητά, παράγεται στο ασυνείδητο και από εκεί δρομολογεί την παραγωγή άλλων νοημάτων, ανάλογα με την ψυχική κατάσταση του θεατή, αυτά που έχει πρόσφατα ή στο κοντινό παρελθόν ζήσει και αυτά που υπάρχουν στο ασυνείδητό του. Με άλλα λόγια αυτή η παραγωγική διαδικασία είναι ανεξέλεγκτη από το δημιουργό της αφήγησης, ο οποίος το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να υπολογίσει το ερέθισμα που θα του δώσει.

Ας το δούμε στο παράδειγμά μας:

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μπορούμε να δούμε ότι υπάρχει μία κλιμακούμενη ένταση που δημιουργείται από την αντίθεση της «πραγματικότητας» με την ονείρωξη. Εδώ η «πραγματικότητα» είναι οι απεικονίσεις της πλατείας Αριστοτέλους (βάζουμε τη λέξη πραγματικότητα σε εισαγωγικά διότι θεωρούμε ότι δεν υπάρχει μία πραγματικότητα αλλά πολλές, δεν υφίσταται αυτό που λέμε «αντικειμενική πραγματικότητα», αλλά η απεικόνιση της πραγματικότητας είναι μία νευρωσική διαδικασία που αλλάζει ανάλογα με την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου). Η ονείρωξη είναι οι φωτογραφίες της φύσης που καταλήγουν στη νοσταλγία για να τελειώσουν με μία απελπιστική απεικόνιση, η οποία θα έρθει να συνδεθεί με τη μοναξιά του ανθρώπου, συναίσθημα που θέλαμε να παραχθεί και με τις άλλες κατηγορίες του μοντάζ.

Εδώ όμως δημιουργούμε μία ένταση: ο άδειος χώρος της πλατείας έρχεται σε σύγκρουση με τη φυσική ομορφιά, το πέρασμα που δεν ενδιαφέρεται για το χώρο έρχεται σε αντίθεση με τη νοσταλγία, φτάνουμε σε μία αδιέξοδη απεικόνιση που είναι η προβολή του συναισθήματος αυτού του ανθρώπου. Αβίαστα, λοιπόν, θα βγει σα συμπέρασμα η μοναξιά, η νοσταλγία για καλύτερες μέρες που πέρασαν, ο σκεπτικισμός και το αδιέξοδο για το παρόν.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Είναι προφανές ότι το παραγόμενο νόημα εγγράφεται πρώτα στο ασυνείδητο, ως αφηρημένο και αυθαίρετο, άρα σημαίνον που δε νοηματοδοτεί άμεσα, και, κατόπιν, στο συνειδητό, ως προσδιορισμένο, άρα σημαινόμενο που πλέον νοηματοδοτεί. Αυτή η διαδικασία από το ασυνείδητο μέχρι το συνειδητό είναι σχετικά περίπλοκη. Το κάθε στοιχείο δέχεται την επαφή με ένα άλλο που βρίσκεται στο θυμικό του θεατή, μπορεί να είναι στο παρελθόν ή στο παρόν, ίσως είναι κάποια δοξασία κ.ο.κ., υπάρχει όμως και αυτό στο ασυνείδητο, γίνεται μία ένωση που μας δίνει ένα διαφορετικό νόημα που δεν είναι ακριβώς αυτό που η απεικόνιση προτείνει.

Η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται τόσες φορές τουλάχιστον όσα είναι τα απεικονιστικά στοιχεία. Ουσιαστικά όμως, αφού ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής, έχουμε μία παράσταση που εγγράφεται στον ενεστώτα χρόνο, είναι μία τελετή και είναι μοναδική για τον κάθε άνθρωπο. Ο δημιουργός του έργου δεν μπορεί να κάνει τίποτε, όσον αφορά σε αυτή τη διαδικασία, περιορίζεται μόνο στο να προσφέρει το ερέθισμα, όλα τα άλλα είναι μία ασυνείδητη διαδικασία και, εν πολλοίς, απρόβλεπτη.

Το μοντάζ είναι μία διαδικασία που πρώτα στο ασυνείδητο απευθύνεται. Άρα δεν μπορούμε να υπολογίσουμε το τελικό αποτέλεσμα, ούτε να απευθυνθούμε σε ένα μέσο κοινό, γιατί αυτό δεν υπάρχει, είναι μονόδρομος να σκεφτόμαστε τα αναφερόμενα του απεικονιστικού έργου, τα σύμβολα που περιλαμβάνει αυτή η αφήγηση, την αφηγηματική συνάρτηση που δημιουργούν αυτές οι εικόνες και, ίσως, να προβλέψουμε ένα αποτέλεσμα. Αν γίνει αυτό θα έχουμε μία αριστουργηματική διαδικασία, μία ιερή τελετή στον ψυχικό και στον νοητικό κόσμο μας, ως δημιουργοί έργων τέχνης.

(Οι φωτογραφίες είναι δικές μου, χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία, απλά έχουν χρησιμοποιηθεί σαν εφαρμογη της θεωρίας.)

Ο Γιάννης Φραγκούλης είναι κριτικός κινηματογράφου και θεωρητικός του παραστατικού χώρου, ερευνητής ψυχαναλυτής.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved