«ΣΚΛΑΒΟΙ» ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΙΣΣΟΥ

ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ

γράφει η Θωμαή Σαββοπούλου

Σ συστηματική ανασκαφική έρευνα τα τελευταία χρόνια στα οικόπεδα της παραλίας της Ιερισσού, αποκάλυψε τμήμα του νεκροταφείου της Αρχαίας Ακάνθου1. Χαρακτηριστικό του νεκροταφείου είναι η ποικιλία των πολυάριθμων ταφών και η μεγάλη χρονική περίοδος που καλύπτει (από την αρχαϊκή μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή). Από τις ταφές αυτές ξεχωρίζει μία ομάδα, που έχει σαν μοναδικά «κτερίσματα» σιδερένιους κρίκους στα πόδια των νεκρών.

Στην ομάδα ανήκουν πέντε ταφές, που βρέθηκαν σε διαφορετικά οικόπεδα και αν εξαιρεθεί το κοινό γνώρισμά τους, δηλ. οι σιδερένιοι κρίκοι, δε διαφέρουν από τους άλλους απλούς ενταφιασμούς ενηλίκων ατόμων στην άμμο, που αφθονούν στο νεκροταφείο. Οι ταφές βρέθηκαν στο πρώτο και στο δεύτερο στρώμα του νεκροταφείου, στο ανατολικό του τμήμα όπου η πλειονότητα των ταφών ανήκει στην Ελληνιστική εποχή2. Σε κάθε ταφή διαπιστώθηκε ως προς τους κρίκους.

Ο νεκρός3, που βρέθηκε το 1975, είχε σιδερένιους κρίκους και στα δύο πόδια. Οι κρίκοι σχηματίζονταν από κυκλική σιδερένια ταινία οριζόντιας διατομής της οποίας τα άκρα επικαλύπτονταν ώστε να εφάπτονται.

Ο δεύτερος4 και ο τρίτος5 νεκρός είχαν από ένα σιδερένιο κρίκο στο δεξί και αριστερό πόδι αντίστοιχα. Οι κρίκοι σχηματίζονταν από κυλινδρικό ταινιωτό έλασμα του οποίου οι ακμές εφάπτονταν. Στην τρίτη περίπτωση ο νεκρός ήταν θαμμένος με το πρόσωπο καταγής.

Ο τέταρτος6 νεκρός φορούσε ένα ζευγάρι κρίκων στα πόδια του, που θυμίζει σημερινές χειροπέδες. Πρόκειται για δύο κρίκους κυκλικής διατομής που συνδέονται  μεταξύ τους μ’ένα ευθύγραμμο στέλεχος που επιτρέπει το βηματισμό πολύ δύσκολα.

Ο πέμπτος7, και τελευταίος, είχε ένα σιδερένιο κρίκο κυκλικής διατομής στο δεξί του πόδι και επί πλέον είχε συμπιεσμένο ή κακοποιημένο το κεφάλι.

Από τη μία μεριά το υλικό των κρίκων και από την άλλη ο τρόπος σφυρηλάτησης των άκρων, ώστε να δημιουργηθεί κρίκος κατάλληλος για να εφαρμόζει στο πόδι πάνω από τον αστράγαλο, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι η τοποθέτηση των κρίκων στα πόδια των ανθρώπων αυτών έγινε από επαγγελματία σιδερά και ακόμα αποκλείουν την περίπτωση να πρόκειται για διακοσμητικά αντικείμενα.

Η επικρατέστερη άποψη για τους λόγους που τοποθετήθηκαν οι κρίκοι είναι ο περιορισμός των ατόμων με σχοινί ή αλυσίδες σ’ένα μικρό χώρο και ο ισόβιος «χαρακτηρισμός» τους -χαρακτηρισμός που τους ακολούθησε και στο θάνατο, αφού δεν αφαιρέθηκαν οι κρίκοι κατά τον ενταφιασμό.

Πρόκειται λοιπόν για μία ειδική κατηγορία ανθρώπων που έπρεπε να φέρουν «πέδας»8 από σίδερο, εφ’όρου ζωής. Με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, και γνωρίζοντας ότι η πολιτεία σε κάθε εποχή διασφαλίζει τα μέλη της από τάξεις ή κατηγορίες ανθρώπων που χαρακτηρίζονται επικίνδυνοι για το κοινωνικό σύνολο και κυρίως με τη βοήθεια των γραπτών πηγών, προσπαθήσαμε να ερμηνεύσουμε την παρουσία των σιδερένιων δεσμών σ’αυτούς τους ανθρώπους και να πλησιάσουμε την «ταυτότητα» τους. Οι πιθανότερες υποθέσεις που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι: α) να ανήκουν σε δούλους, β) σε ψυχοπαθείς-επιληπτικούς και γ) σε φυλακισμένους-κατάδικους. Θα εξετασθεί η κάθε περίπτωση ξεχωριστά.

Α. Ο θεσμός της δουλείας στην Ελλάδα είναι ήδη γνωστός από τον Όμηρο9. Οι αντιλήψεις της αρχαίας κοινωνίας για τη δουλεία διαφαίνονται μέσα στα γραπτά κείμενα κάθε εποχής και παρά τις φωνές διαμαρτυρίας ορισμένων φιλοσόφων πολύ λίγο επηρεάσθηκαν απ’αυτούς10.

Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην ελληνική και στη μετέπειτα ρωμαϊκή κοινωνία στο θέμα της δουλείας παραμένει το γεγονός ότι ο δούλος στην Αρχαία Ελλάδα δεν έχασε την ανθρώπινη υπόστασή του, σε αντίθεση με το δούλο της Ρωμαϊκής κοινωνίας που αντιμετωπίζεται σαν «res»11.

Στην Ελλάδα οι δούλοι προέρχονταν  από αιχμαλωσία ή αγοραπωλησία και κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορούν ν’αποκτήσουν και πάλι την ελευθερία τους και να ενταχθούν στην κοινωνία12. Δούλους χρησιμοποιούσαν σαν εργατικά χέρια στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας και γενικά σε κάθε επίπονη χειρωνακτική εργασία. Τα στοιχεία που έχουμε από κείμενα για τις συνθήκες της ζωής και της εργασίας τους είναι ελάχιστα, αλλά είναι παραδεκτό ότι στην Ελλάδα η συμπεριφορά των ιδιοκτητών προς τους δούλους τους ήταν ηπιότερη σε σχέση με των Ρωμαίων. Ένα μόνο παράδειγμα ομαδικής εξέγερσης στην Ελλάδα είναι γνωστό13. Μεμονωμένες περιπτώσεις δούλων που επιχειρούσαν να δραπετεύσουν από δύσκολες συνθήκες εργασίας ή από κάποιο δύστροπο και σκληρό ιδιοκτήτη είναι επίσης γνωστές14.

Ενδέχεται λοιπόν να ανήκουν οι σιδηρόδετοι νεκροί της Ιερισσού στην κατηγορία των δούλων. Ο Διόδωρος μιλώντας για τις συνθήκες της ζωής τους αναφέρει τα εξής: «πάντας δε τοις υπερηφάνοις χαρακτήρσι κατέστιζον, τους μεν πέδαις δεσμεύειν, τους δε ταις βαρύτησι των έργων καταπονείν»15 και σ’ένα άλλο σημείο ο ίδιος λέει «στίγμασι σιδήρου χαράττων τα σώματα τούτων»16.

Γνωρίζουμε ότι στα μέτρα καταστολής, τιμωρίας και σωφρονισμού των δούλων, μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια δραπέτευσης, περιλαμβάνονται: ο εξαναγκασμός σε εξουθενωτική δουλειά χωρίς ανάπαυλα, το μαστίγωμα, ο περιορισμός με αλυσίδες και το σημάδεμα με πυρακτωμένο σίδηρο στο σώμα ή στο μέτωπο. Αναφέρεται ότι προκειμένου να εμποδίσουν τους δούλους των ζαχαροπλαστείων να φάνε ζυμαρικά ή γλυκά, τοποθετούσαν γύρω από το λαιμό τους ένα χαλκά για να μην μπορούν να πλησιάσουν17.

Στον Διόδωρο επίσης οφείλουμε την πληροφορία ότι οι δούλοι των μεταλλείων δούλευαν αλυσοδεμένοι μέσα στις στοές18. Στοές μεταλλείων και σκουριές, που προέρχονται από τη μεταλλευτική δραστηριότητα των αρχαίων, βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Ιερισσού, δηλαδή στο Στρατώνι, στη Μ. Παναγιά και στο Μαντέμ-Λάκκο19. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μας οδηγήσει στη σκέψη ότι και οι δούλοι της Ιερισσού ανήκουν στην κατηγορία των μεταλλορύχων. Για την ταύτιση όμως των σιδερόδετων νεκρών της Ιερισσού με μεταλλορύχους δούλους, υπήρχαν δυσκολίες που ενισχύονται:

α) Από τις επιφυλάξεις που έχουμε για το αν οι συνθήκες που περιγράφονται από τον Διόδωρο ανταποκρίνονται στην ελληνική πραγματικότητα ή αναφέρονται μόνο στα μεταλλεία της Αιγύπτου.

β) Οι δούλοι, ακόμη και κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής που ο αριθμός τους είχε αυξηθεί, αντιπροσώπευαν για τον ιδιοκτήτη τους ένα ορισμένο κεφάλαιο που προσπαθούσε να το διατηρήσει όσο το δυνατό περισσότερο χρονικό διάστημα σε καλή κατάσταση ώστε να του αποδίδει περισσότερα κέρδη. Επομένως δεν είναι λογικό οι ιδιοκτήτες δούλων και ιδιαίτερα μεταλλορύχων που, από τη φύση της δουλειάς τους, ήταν εκτεθειμένοι σ’ένα πλήθος αρρώστιες, π.χ. χαλίκωση κ.λπ., να τους καταπονούν ακόμη περισσότερο φορώντας τους αλυσίδες. Η εργασία στις στοές με το περιορισμένο ύψος, τις δυσκολίες και τις ανθυγιεινές συνθήκες δουλειάς απαιτούσε και μόνη της πολύ κόπο και προσπάθεια.

γ) Οι μεταλλορύχοι δούλοι είχαν ειδικές γνώσεις για τα μέταλλα, τον τρόπο εξόρυξης και επεξεργασίας τους, και, σε αντίθεση με τους βοηθούς και τα παιδιά που δούλευαν στα πλυντήρια και τις διάφορες φάσεις επεξεργασίας του μεταλλεύματος, ήταν ολιγάριθμοι20. Η ειδικευμένη δουλειά απαιτούσε μακρόχρονη εμπειρία στα μέταλλα και η εκπαίδευση νέων μεταλλορύχων θα αποτελούσε δαπάνη χρόνου και χρήματος για τους ιδιοκτήτες.

δ) Από την αθηναϊκή πολιτεία, εξάλλου, γνωρίζουμε ότι προκειμένου να εξασφαλισθούν οι μεταλλορύχοι δούλοι από την ασυδοσία και την πλεονεξία των ιδιοκτητών του Λαυρίου, θεσπίστηκαν νόμοι με τους οποίους προστατεύονταν και περιθάλπονταν σε περίπτωση ασθενείας τους21. Η κοινωνική πρόνοια έφτασε σε τέτοιο βαθμό, που ο ιδιοκτήτης αναλάμβανε όλα τα έξοδα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του δούλου του, μέχρι την ανάρρωσή του. Παρόλο που αυτές οι πληροφορίες για την κρατική μέριμνα προέρχονται από την αθηναϊκή πολιτεία, πιστεύουμε ότι παρόμοιοι νόμοι θα είχαν απήχηση και εφαρμογή και σε άλλες ελληνικές πόλεις. Γιατί η κάθε πόλη-κράτος θα φρόντιζε να προστατεύσει τους μεταλλορύχους δούλους, που με τη δουλειά τους της εξασφάλιζαν πόρους και δύναμη.

ε) Ο αριθμός των νεκρών που βρέθηκε με «πέδας» στα πόδια, στο νεκροταφείο της Ιερισσού, είναι ελάχιστος σε σχέση με τον αριθμό των δούλων που θα δούλευαν στα μεταλλεία.

στ) Η απόσταση του νεκροταφείου της Ακάνθου, όπου ενταφιάστηκαν οι δούλοι, από τον χώρο εργασίας τους είναι πολύ μεγάλη και δεν εξηγείται από την τυχόν εύνοια του ιδιοκτήτη προς το δούλο, γιατί τότε δεν μπορεί να ερμηνευθεί η παρουσία των δεσμών. Μετά από αυτά, νομίζουμε ότι αποκλείεται η περίπτωση να έχουμε «μεταλλορύχους» δούλους.

Β. Η δεύτερη πιθανή εκδοχή είναι ν’ανήκουν οι ταφές σε άτομα ψυχασθενή ή επιληπτικά. Περιπτώσεις ψυχασθενών μαρτυρούνται ήδη από τη μυθολογική εποχή22. Οι πληροφορίες όμως των αρχαίων αναφέρονται κυρίως στον τρόπο θεραπείας και ελάχιστοι αναφέρουν τρόπους καταστολής της επικίνδυνης επιθετικότητας των ψυχασθενών, που αξίζει να σημειωθεί αρχίζει μετά την εφηβεία. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως όταν ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων Κλεομένης έπαθε φρενίτιδα23 δέθηκε από τους συγγενείς του σε ξύλινα πέδιλα, δηλαδή σ’ένα είδος νάρθηκα που περιόριζε τις κινήσεις του, αν και βρισκόταν κάτω από συνεχή επιτήρηση. Φαίνεται λοιπόν ότι τους μη επιθετικούς ασθενείς τους άφηναν στο σπίτι με την επίβλεψη των συγγενών τους, αλλά τους θεράπευαν σε ειδικά νοσηλευτήρια-ψυχιατρεία, όπως αυτό που ίδρυσε ο σοφιστής Αντιφών στην Κόρινθο24, και τους πιο επικίνδυνους τους περιόριζαν με αλυσίδες, σχοινιά και ιμάντες.

Ο Αυρηλιανός Καίλος25, ένας ρωμαίος γιατρός, προσπαθεί να πείσει τους συναδέλφους του γιατρούς να μην αλυσοδένουν τους ψυχοπαθείς, αλλά να τους αντιμετωπίζουν σαν όλους τους άλλους αρρώστους.

Οι αλυσίδες σαν μέσο θεραπευτικής αγωγής και σωφρονισμού ψυχοπαθών λειτουργούσαν μέχρι πρόσφατα, και στην Ελλάδα μέχρι τη δεκαετία του ’50. Ο ναός του Αγίου Αντωνίου στη Θεσσαλονίκη26 ήταν θεραπευτήριο ψυχοπαθών στη Μακεδονία και οι ασθενείς έμεναν σε ιδιαίτερα κελιά δεμένοι με μεγάλες και χονδρές αλυσίδες. Άλλο παράδειγμα, όπου οι αλυσίδες αποτελούσαν την κύρια θεραπευτική αγωγή για τις περιπτώσεις των ψυχοπαθών αναφέρεται στην Αγιά του Βόλου27.

Η αντιμετώπιση των επιληπτικών -δηλαδή των ασθενών που είχαν προσβληθεί από την «ιερά νόσο»28– δεν διέφερε ουσιαστικά από αυτή των ψυχοπαθών. Μάλιστα επειδή οι ανεξήγητες παροξυσμικές εκδηλώσεις τους προκαλούσαν το φόβο και τη δεισιδαιμονία, τους θεωρούσαν δαίμονες και κακά πνεύματα που είχαν τη δύναμη να προκαλέσουν κακοτυχίες στους οικείους και στην πόλη. Η αντίληψη αυτή, ευρύτατα διαδεδομένη, έφθασε στο απόγειό της τον Μεσαίωνα, όπου τους έκαιγαν ζωντανούς29.

Είναι πιθανό λοιπόν, οι ταφές των πέντε νεκρών της Ιερισσού, ν’ανήκουν στην κατηγορία αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων. Ο αριθμός τους, 5 σε σύνολο 3.000 νεκρών μέχρι στιγμής, είναι μικρός και αν σκεφθούμε ότι και σήμερα το ποσοστό των ψυχασθενών κυμαίνεται στο 1-30/0030, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι οι «σιδερόδετοι νεκροί» ανήκαν σ’αυτήν την κατηγορία. Ίσως ακόμη θα μπορούσε να ενισχύσει την άποψη μας αυτή ο τρόπος ενταφιασμού των 2 από τους 5 νεκρούς. Δηλαδή ίσως να μην είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ένας ήταν με το πρόσωπο κατά γης και ο άλλος είχε συμπιεσμένο ή κακοποιημένο κεφάλι, αλλά να οφειλόταν στις μεταφυσικές δοξασίες των αρχαίων. Στις ίδιες δοξασίες μπορούμε να αποδώσουμε και την ύπαρξη των δεσμών στα πόδια τους.

Οι έρευνες όμως της παλαιοπαθολογίας που έχουν αποδείξει την ύπαρξη σωματικών νοσημάτων με τεκμήρια, αδυνατούν να βρουν αντίστοιχα για τις ψυχοπάθειες γιατί αυτές δε δίνουν παθολογοανατομικές ενδείξεις, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να επαληθεύσουμε την υπόθεσή μας.

Γ. Πολλές πιθανότητες συγκεντρώνει και η τελευταία εκδοχή, ότι πρόκειται δηλ. για φυλακισμένους-καταδίκους. «Αι πέδναι»31 είναι ένα από τα πιο γνωστά όργανα βασανισμού των αρχαίων που τα χρησιμοποιούσαν σε περιπτώσεις φυλακισμένων. Από τον Πλάτωνα είναι γνωστή η διαδικασία της εκτέλεσης του Σωκράτη με εντολή των Ένδεκα. Συγκεκριμένα αναφέρεται «λύουσι γαρ οι ένδεκα Σωκράτη και παραγγέλουσι όπως αν τήδε τη ημέρα τελευτήση»32 και αλλού «δοκεί γαρ δη βέλτιον είναι λουσάμενον πιείν το φάρμακον και μη πράγματα ταις γυναιξί  παρέχειν νεκρόν λούειν»33. Από αυτό συνάγεται ότι έπρεπε πριν από τη θανατική καταδίκη με κώνειο ή άλλο τρόπο ν’αφαιρεθούν «αι πέδαι» των φυλακισμένων. Δηλαδή «αι πέδαι» των καταδίκων θα πρέπει απαραιτήτως να είχαν κάποιο μηχανισμό ή κλειδαριά για την αφαίρεσή τους. Φαίνεται λοιπόν πως ήταν κανόνας του εθιμικού δικαίου να λύνονται τα δεσμά των  καταδικασμένων σε θάνατο, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να προετοιμασθούν για τις νεκρικές διαδικασίες.

Είναι γνωστό ακόμη ότι μετά το φυσικό θάνατο ή την καταδίκη των φυλακισμένων, αν δεν εκτίθεντο σε δημόσιο θέαμα για παραδειγματισμό34, οι νεκροί δίνονταν στους οικείους τους για να ταφούν στο νεκροταφείο της πόλης ή θάβονταν κοντά στην κατοικία του δημίου γιατί θεωρούσαν ως ανίερη και βέβηλη πράξη το να μείνει κανείς άταφος35. Παρ’όλα αυτά είναι γνωστές περιπτώσεις καταδικασμένων που τάφηκαν με τα σιδερένια δεσμά τους σε ένδειξη τιμωρίας για την οργή και το φόβο που είχαν προκαλέσει στο πλήθος στη διάρκεια της ζωής τους36.

Από τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο έχουμε τα ακόλουθα παραδείγματα σιδηρόδετων νεκρών. Το 1915 βρέθηκαν στο νεκροταφείο των κλασικών χρόνων  του Φαλήρου 17 νεκροί με σιδερένιους χαλκάδες στο λαιμό, στα χέρια και στα πόδια, καταδικασμένοι σε θάνατο με αποτυμπανισμό, σύμφωνα με τη  δημοσίευση του Α. Κεραμόπουλου37. Δεσμά είχε σκελετός που βρέθηκε σε σπηλιά του Καιάδα38. Δεσμά είχε σκελετός που βρέθηκε σε στοά των μεταλλείων του Λαυρίου39. Επίσης δεσμώτης βρέθηκε ένας νεκρός το 1973 στο νεκροταφείο των ελληνιστικών χρόνων στις Μικροθήβες Φθιώτιδες40. Ο νεκρός φορούσε ένα ζευγάρι κρίκων που συνδέονταν μεταξύ τους με αλυσίδα, αλλά πιθανόν, επειδή η διάμετρος των κρίκων ήταν αρκετά μεγάλη και ήταν εύκολη η αποδέσμευση, προσάρμοσαν ταινιωτούς χαλκάδες κάτω από τους κρίκους με περτσίνια ώστε να είναι αδύνατη η αφαίρεση των κρίκων με την αλυσίδα.

Οι ταινιωτοί χαλκάδες του νεκρού στις Μικροθήβες Φθιώτιδες είναι όμοιοι μ’αυτούς του πρώτου νεκρού της Ιερισσού. Η διαφορά μεταξύ τους είναι ότι στο νεκρό της Ιερισσού  δεν υπήρχαν οι κρίκοι με την αλυσίδα, που ίσως να αφαιρέθηκαν πριν τον ενταφιασμό για να τους χρησιμοποιήσουν αλλού.

Στην περίπτωση του Φαλιρικού πολυάνδριου, ο τύπος των δεσμών ήταν κοινός για όλους τους νεκρούς και ο Κεραμόπουλος πιστεύει ότι έγινε κατόπιν εντολής της πολιτείας  γιατί επρόκειτο για καταδίκους της41.

Η διαφορετική μορφή των πέντε πέδων της Ιερισσού δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για κρατική παραγγελία δεσμών για φυλακισμένους, αλλά περισσότερο για ιδιωτικές παραγγελίες. Το τελευταίο ισχυροποιείται ακόμη από το ότι η χρονολογική διαφορά των κρίκων είναι ελάχιστη.

Η απόλυτη ταύτιση των νεκρών με μία από τις παραπάνω τρεις κατηγορίες δεν είναι εφικτή από έλλειψη στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν την κοινωνική δομή και οργάνωση της αρχαίας Ακάνθου. Πιστεύουμε πως όταν ολοκληρωθεί η ανασκαφική έρευνα στο νεκροταφείο και στην πόλη της αρχαίας Ακάνθου θα διαφωτισθούν τα προβλήματα αυτών των ανθρώπων, που σαν αιώνιοι «δεσμώτες» μας συγκίνησαν με το δράμα τους.

 

  1. Ανακοινώσεις των ανασκαφών στα χρονικά του Αρχαιολογικού Δελτίου στους τόμους ΑΔ 26, 1971, σ.σ. 393-395, ΑΔ 29Β΄3, σ.σ. 693-696, ΑΔ 30Β΄2, 1975, σ. 250, ΑΔ 31Β΄2, 1976, σ. 244 και ΑΔ 32Β΄2, 1977, σ. 204. Επίσης Λ. Παρλαμά, «Καύσεις στο νεκροταφείο της Αρχαίας Ακάνθου», ΑΑΑ, Χ, 1978, σ.σ. 5-28. Γενικά για την ιστορία της Ακάνθου βλ. Γ. Αποστολίδη, Χρονικά της Χαλκιδικής, τ. 23-24, Θεσσαλονίκη 1973 και Δημ. Ζαγκλή, «Χαλκιδική, ιστορία-γεωγραφία (από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1912)», Θεσσαλονίκη, 1956, και M. Zahrnt, «Olynthus und die Chalkidier», p.p. 146-150.
  2. Βλ. ανακοίνωση της συναδέλφου Ε. Τρακοσοπούλου, «Ανασκαφές στην Αρχαία Άκανθο», Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιο Συμπόσιο Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Χαλκιδικής. Οι αμφορείς που βρέθηκαν στο ίδιο στρώμα χρονολογούνται από τον 4ο έως το 150 π.Χ. (βλ. Wolfgang Schultheis, «Amphoren», σ. 22, 23, tal. 11 vo 2, 3, Bonn 1982). Ειδικά για τον Τ 2359 υπάρχει ένα post quem από σκύφο κτέρισμα υποκείμενης ταφής που χρονολογείται στα 320 π.Χ. (βλ. The Athenian Agora, vol. XII, 2 pl. 17, vo 353).
  3. Έχει αριθμό Τ 157 και βρέθηκε στο οικόπεδο 144, ιδιοκτησίας Νικ. Λεμπίδα. Οι διαστάσεις των κρίκων είναι διαμ. 0,085-0,09 μ. και πλάτος 0.032 μ.-0,04 μ. Ευχαριστώ θερμά την Έφορο Αρχαιοτήτων δ. Αικ. Ρωμιοπούλου που μου επέτρεψε να μελετήσω τους δύο πρώτους νεκρούς και την κ. Βοκοτοπούλου Έφορο Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης για τους τρεις επόμενους.
  4. Έχει αριθμό Τ 1890 και βρέθηκε στο οικόπεδο 157, ιδιοκτησίας Δημοσθένη Χρυσοχόου, το 1981. Οι διαστάσεις του κρίκου είναι διαμ. 0,084 μ., ύψος 0,065 μ. και πάχος 0,01-0,02 μ.
  5. Βρέθηκε στο οικόπεδο 120, ιδιοκτησίας Τζέλιου, το 1983. Οι διαστάσεις των κρίκων του τρίτου, Τ 2359, είναι διαμ. 0.077 μ., ύψος 0,053 μ. και πάχος 0,01 μ.
  6. Βρέθηκε στο οικόπεδο 120, ιδιοκτησίας Τζέλιου, το 1983. Οι διαστάσεις των κρίκων του τέταρτου, Τ 2465, είναι 0,095 μ., μήκος στελέχους 0,165 μ., πλάτος 0,034 μ. και πάχος 0,02μ.
  7. Είναι ο Τ 3093, βρέθηκε στο οικόπεδο 136, ιδιοκτησίας Χρ. Βαρβαρέσσου, το 1984, και οι διαστάσεις του κρίκου είναι διαμ. 0,08 μ., πάχος 0,02 μ. Ο κ. Musgrave που εξήτασε το σκελετό πιστεύει ότι ανήκει σε γεροδεμένο άντρα 20-25 ετών.
  8. Ο όρος συναντιέται σε γραπτά κείμενα βλ. Πλάτωνος «Φαίδων» 59Ε και 60Β και Αριστοφάνη «Ειρήνη» στίχ. 480.
  9. Ομήρου, «Ιλιάδα» Χ Ι Χ, 333. Γενικά για τη δουλεία στο Colloque Besancon, «Actes du colloque sur l’esclavage», Besancon 1976, όπου και η υπόλοιπη βιβλιογραφία. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (Ι.Ε.Ε.), τομ. Δ΄, σελ. 479, τομ. ΣΤ΄, σελ. 87, 92 και 192. Φανούλα Παπάζογλου, «Η Μακεδονία υπό τους Ρωμαίους. Οικονομία και κοινωνία», Μακεδονία, σ.σ. 199-202.
  10. Gustave Glotz, «Η ελληνική πόλις», Αθήνα 1981, σ.σ. 267-268, μετάφραση Αγνής Σακελλαρίου.
  11. Νικολάου Ι. Πανταζοπούλου, «Ρωμαϊκόν δίκαιον εν διελεκτική συναρτήσει προς το Ελληνικόν», Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, τεύχος Α΄, Θεσσαλονίκη 1974, σ.σ. 16-17.
  12. Δ. Κανατσούλη, «Η μακεδονική πόλις από της εμφανίσεως της μέχρι των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου», Μακεδονικά 4, 1955-56, σ.σ. 254-258.
  13. ΙΕΕ, τόμ. Γ΄2, σελ. 187, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου το 413 δραπέτευσαν 20.000 δούλοι από τα μεταλλεία Λαυρίου.
  14. Δ. Κανατσούλη, ό.π. σελ. 258.
  15. Διόδωρος XXXIV 2,27.
  16. Διόδωρος XXXIV 2,36.
  17. ΙΕΕ, τόμ. Β΄ σελ. 466.
  18. Διόδωρος ΙΙΙ, 12 «πάντες δε πέδαις δεδεμένοι, προσκαρτερούσι τοις έργοις συνεχώς και μεθ’ημέραν και δι’όλης της νυκτός ανάπαυσιν μεν ουδεμίαν λαμβάνοντες».
  19. Αρτ. Παπασταματάκη, «Η εκμετάλλευσις του ορυκτού πλούτου της Αρχαίας Ελλάδος», Πολυγρ. εκδ., Αθήνα 1975, σ.σ. 30-39.
  20. «Ο ελληνικός ορυκτός πλούτος», Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, Αθήνα 1979, σ.σ. 83-84 και 99.
  21. Ξενοφώντος, «Οικονομικός» VII, 37, «ος αν κάμνη των οικετών σοι επιμελητέον πάντων όπως θεραπεύηται» και Ξεφ. Θωμαΐδη, «Διερεύνησις των θεσμών κοινωνικής προστασίας από της αρχαιότητος μέχρι και της Επαναστάσεως του Εικοσιένα εις τον Ελληνικόν χώρον», Αθήνα 1973, σ.σ. 66-68.
  22. Αναφέρεται το όνομα του Μελάμποδος που ήταν «ο πρώτος την δια φαρμάκων και καθαρμών θεραπείαν ευρηκώς», Απολλόδωρος V, σελ. 2. Ο Μελάμπους θεράπευσε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αρχαίων, τις Προιτίδες και τις άλλες Αργείες που είχαν πάθει ομαδική παραφροσύνη.
  23. Ηρόδοτος V 42 «ο μεν δη Κλεομένης, ως λέγεται, ην τε ου φρενήρης ακρομανής τε» και Ηρόδοτος VI «… ποιέοντα δε αυτόν ταύτα και παραφρονήσαντα έδησαν οι προσήκοντες εν ξύλω…».
  24. Παπαδημητρίου, «Σύγχρονη ψυχιατρική», τόμος Α΄, Γενική Ψυχιατρική, Αθήνα 1973, σελ. 207: «τέχνη αλυπίας συνεστήσατο, ώσπερ τοις νοσούσιν η παρά των ιατρών θεραπεία υπάρχει εν Κορίνθω τε κατασκευασμένο οίκημα τι παρά την αγοράν προέγραψεν, ότι δύναται του λυπουμένους δια λόγον θεραπεύειν, και πυνθανόμενος τας αιτίας παραμυθείτο του κάμνοντας».
  25. Παπαδημητρίου, ο.π., σελ. 218: «…φαίνεται να παραληρούν αυτοί οι ίδιοι (οι γιατροί) παρά ότι είναι διατεθειμένοι να γιατρέψουν τους αρρώστους τους, όταν τους εξισώνουν με τα άγρια ζώα, που τα καταπραΰνουν με τη στέρηση της τροφής και με τα βάσανα της δίψας. Γοητευμένοι αναμφίβολα από την ίδια τους την πλάνη, θέλουν να τους αλυσοδένουν σκληρά, χωρίς να σκεφθούν ότι μπορεί να συνθλιβούν ή να συντριβούν τα μέλη τους και ότι είναι πιο σωστό και πιο εύκολο να τους συγκρατούμε με τα χέρια των ανθρώπων παρά με το σιδερένιο βάρος, το συχνά ανώφελο, των αλυσίδων».
  26. Χ. Σιαξαμπάνη-Στεφάνου, Β. Κονιόρδου, «Ο ναός του Αγίου Αντωνίου Θεσσαλονίκης», Β΄ Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα 1982, Πρόγραμμα και περιλήψεις, σ.σ. 92-93, και Γ. Χιονίδη, «Ο όσιος Αντώνιος, ο νέος εκ της Μακεδονικής Βεροίας», Βέροια 1965, σελ. 70.
  27. Γ. Χιονίδη, ό.π. σελ. 76.
  28. Πλάτωνος, «Τίμαιος» 85 β «νόσημα δε ιεράς ον φύσεως ενδικώτατα ιερόν λέγεται».
  29. Δ. Παπαδημητρίου, ό.π., σ.σ. 219-220.
  30. Τις πληροφορίες οφείλω στον ψυχίατρο κ. Βασίλειο Λασκαρίδη τον οποίο ευχαριστώ.
  31. Ηρόδοτος ΙΙΙ 23 «…αγαγείν σφεας ες δεσμωτήριον ανδρών ένθα τους πάντας εν πέδησι χρυσέησι δεδέσθαι, εστί δε εν τούτοισι τοισι Αιθίοψι πάντων ο χαλκός σπανιώτατον».
  32. Πλάτωνος, «Φαίδων» 59 Ε.
  33. Πλάτωνος, «Φαίδων» 115 Α.
  34. Πλάτωνος, «Πολιτεία» IV 439E «Ως άρα Λεόντιος ο Αγλαίωνος ανιών εκ Πειραιέως υπό το βόρειον τείχος εκτός, αισθόμενος νεκρούς παρά τω δήμιω κειμένους» και Πλάτωνος «Νόμοι» 873Β «εις τεταγμένην τρίοδον αι δε αρχαί πάσαι υπέρ όλης της πόλεως λίθον έκαστος φέρων επί τη καφαλήν του νεκρού βάλλων».
  35. Ευριπίδη, «Ικέτιδες», στιχ. 525 «Θάψαι δικαίως, τον Πανελλήνων νόμον σώζων» και Αυλιανός 5,14 «νόμος και ούτος αττικός ος αν ατάφω περιτύχη σώματι ανθρώπου, πάντως επιβάλλειν αυτώ γην».
  36. Ηρόδοτος V 72 και 73 «… τους δε άλλους Αθηναίοι κατέδησαν την επί θανάτω… ούτοι μεν δεδεμένοι ετελεύθησαν» και Ξενοφών, «Ελληνικά» ΙΙΙ 3,11 «… δεδεμένος και τω χείρε και τον τράχηλον εκ κλοιώ μαστιγούμενος και κεντούμενος αυτός τε και οι μετ’αυτού κατά την πόλιν περιήγοντο. Και ούτοι μεν δη της δίκης έτυχον».
  37. Α. Κεραμόπουλος, «Αποτυμπανισμός», Αθήνα 1923.
  38. Πέτρος Θέμελης, «Ο Καιάδας», ΑΑΑ Χ V, 2, 1982, σελ. 199.
  39. Siegfried Lauffer, «Die Bergwerkssklaven von Lavreion», σ.σ. 51-53, Wisbaden 1979.
  40. ΑΔ 29, 2 1973-74, Χρονικά, σελ. 548.
  41. Α. Κεραμόπουλος, ό.π., σ.σ. 19-20.

Tagged:


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved