ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΩΤΤΑ

του Γιάννη Φραγκούλη

Συναντούμε αυτό το δρόμο στο δήμο Θεσσαλονίκης, στην Τριανδρία. Λίγα λόγια για τον Καπετάν Χρήστο Κώττα θα αναφέρουμε, η βιογραφία του είναι ένα απ’τα σημαντικά κομμάτια της ελληνικής ιστορίας.

Ο Κώττας κατάγονταν απ’το χωριό Ρούλια, που σήμερα φέρει το όνομά του,  στο δρόμο μεταξύ Φλώρινας και Κορυτσάς, στη μεγάλη ρεματιά απ’το Πισοδέρι, στα Αλβανικά σύνορα. Γεννήθηκε το 1863. Μέτριο ανάστημα, όλος κόκκαλα, νεύρα, τένοντες, με ασκητική μορφή, όπου ξεχώριζαν η μεγάλη φαλάκρα, τα μικρά μάτια, και τα μακριά πεσμένα προς τα κάτω μουστάκια. Μικρός στο κορμί έκρυβε ψυχική και σωματική ρώμη γίγαντα.

“Όταν τον πήγαιναν στην κρεμάλα (27 Οκτωβρίου 1905), χτύπησε με τις χειροπέδες δυο δεσμοφύλακες, τούς έριξε κάτω, έσπασε τη ζώνη των λογχοφόρων στρατιωτών και το έβαλε στα πόδια.  Αν ήξερε τούς δρόμους και δεν έπεφτε σε άδιέξοδο και σε μία περίπολο, θα είχε ξεφύγει. Το πρόσωπό του στην κρεμάλα ήταν μαύρο απ’τα χτυπήματα και τα ρούχα του έσταζαν αίμα είχε παλέψει ως την τελευταία στιγμή. Τον κρέμασαν μισοπεθαμένο. Λίγες μέρες αργότερα είχε σχεδιασθεί και οργανωθεί η διαφυγή του, όπως έγινε σε λίγο με τον Περ. Βολάνη.

Στο χωριό του έκανε το γεωργό, τον μπακάλη, τον κηροποιό, το χαντζή! Αληθινός πολυτεχνίτης. Πάνω απ’όλα, έτρεφε άσβεστο μίσος για τούς Τούρκους. Στο χωριό υπήρχαν δύο χάνια, το ένα του Κασίμ μπέη Καπεστίτσα, Τουρκαλβανού, που είχε και ένα νερόμυλο, και το άλλο της εκκλησίας του χωριού. Το τελευταίο κανένας δεν τολμούσε να νοικιάσει. Οι οπλοφόροι του μπέη θα του φιλοδωρούσαν μερικές σφαίρες… Ο Κώττας το νοίκιασε!

Έκανε και κάτι ασύλληπτο για εκείνη την εποχή: Επειδή οι άνθρωποι του Κασίμ έκοψαν αντικανονικά το νερό την ώρα που πότιζε η γυναίκα του Κώττα, για να δουλέψει σέ παράνομη ώρα ό μύλος και την έβρισαν, αυτός έτρεξε να χτυπήσει τον ίδιο τον μπέη!

Το 1896 έγινε μουχτάρης (πρόεδρος) του χωριού. Ένας Τούρκος αποσπασματάρχης αξιωματικός του ζήτησε να σφράγισει με τη μουχτάρικη σφραγίδα -η σφραγίδα αναπλήρωνε την υπογραφή, γιατί όλοι σχεδόν δεν ήξεραν να υπογράφουν- μία απόδειξη που βεβαίωνε ότι πλήρωσε τα τρόφιμα του αποσπάσματος, που πήρε απ’το χωριό ενώ είχε ξεχάσει να τα πληρώσει. Ό Κώττας αρνήθηκε. Ό αξιωματικός έβαλε τούς στρατιώτες και τον έστρωσαν σε τόσο άγριο ξύλο, που οι άζάδες (κοινοτικοί σύμβουλοι) πήραν κρυφά την σφραγίδα και σφράγισαν την απόδειξη.

Την άλλη μέρα ό Κώττας το έμαθε και με όλα του τα χάλια πήγε απ’το χωριό του στην Καστοριά και διαμαρτυρήθηκε στις αρχές. Γύρισε πίσω κρατώντας θριαμβευτικά στο χέρι λίγα γρόσια, το αντίτιμο των τροφίμων και των ξυλοκοπημάτων.

Την άνοιξη του 1897, είκοσι οκτώ νέοι Μοναστηριώτες, των καλυτέρων οικογενειών, όπως ο καθηγητής των μαθηματικών Παντελής Νάκας και ο βιομήχανος Νικόλαος Καζάσης, είχαν προμηθευτή όπλα και στολές, για να βγούνε στο βουνό αντάρτες με αρχηγό τον Κώττα. Είναι ζήτημα αν ήξεραν τότε στο Μοναστήρι που βρίσκεται και αν υπάρχει η μακρινή και απόμερη Ρούλια. Πολύ λιγότερο βέβαια μπορούσαν να έχουν ακουστά για τον Κώττα.

Κάποια οργάνωση της Φλώρινας ή της Καστοριάς θα τους τον σύστησε και δεν έπεσε καθόλου έξω. Ο άδοξος τότε ελληνοτουρκικός πόλεμος ματαίωσε τα αρματολικά σχέδια των Μοναστηριωτών. Ο Κώττας με τον Παύλο Κύρου και άλλους δυο έστησε ενέδρα ανάμεσα στο Πισοδέρι και στο Αντάρτικο και με λίγες ντουφεκιές γκρέμισαν νεκρούς τον Κασίμ και δύο σωματοφύλακές του, που γύριζαν καβάλα, πάνοπλοι απ’τη Φλώρινα και το τσιφλίκι της Παλαίστρας στην Καπεστίτσα.

Αναστατώθηκαν οι τουρκικές αρχές της Φλώρινας, της Καστοριάς, της Κορυτσάς και του Μοναστηριού. Ο Κασίμ ήταν ξακουστός, με αρκετούς συγγενείς πασάδες. Φυλάκισαν ως ηθικό αυτουργό τον Χουσεΐν μπέη Καραϊσκάκη, εχθρό του Κασίμ. Συνηθίζονταν τότε αυτές οι δολοφονίες μεταξύ των Αλβανών μπέηδων.

Δεν ήταν εύκολα πιστευτό πως θά τολμούσαν ποτέ οι ταπεινοί ραγιάδες να σηκώσουν χέρι και όπλο σε ένα τόσο δυνατό και άφοβο μπέη! Ο Κώττας εξακολουθούσε να δουλεύει σκυφτός στα χωράφια, τα κεριά, το τσαγκαράδικο, το μπακάλικό του. Άρχισαν όμως σιγά-σιγά να κυκλοφορούν επικίνδυνες φήμες. Τότε αναγκάστηκε να αποχαιρετήσει πανηγυρικά τούς οικείους και τους χωριανούς του, να βγάλει διαβατήριο στη Φλώρινα για το εξωτερικό και να ανεβει στο τραίνο Μοναστηριού Φλώρινας Θεσσαλονίκης. Μα στο δεύτερο σταθμό κατέβηκε από το τραίνο και πήρε τα βουνά.

Έβαλε τότε μπροστά μία πρωτότυπη εκστρατεία: ξεκαθάριζε διαδοχικά τον ένα μετά απ’τον άλλο τρομερούς Τουρκαλβανούς μπέηδες και αγάδες, που ήταν αληθινή μάστιγα για το χριστιανικό πληθυσμό. Όταν κανένας από δαύτους το παραξήλωνε, εμφανιζόταν σαν την Νέμεση ο Κώττας και του πλήρωνε τα επίχειρα της κακίας του. Έτσι ξέκαμε τον Αμπεντίν μπέη απ’την Καστοριά, το Νουρή μπέη απ’το Άργος Ορεστικό, τον Τζεμάλ μπέη απ’την Κορυτσά, που όλοι λυμαίνονταν και καταλήστευαν με την ενοικίαση της δεκάτης τα χριστιανικά χωριά της Καστοριάς και Φλώρινας.

Το ίδιο έκαμε και με τον καπετάν Νουρή απ’τή Φλώρινα, που είχε τιμάριό του το Τρίβουνο και τον Μελά, τον δημόσιο εισπράκτορα Ταχέρ αγά με τούς τέσσερεις συνοδούς του χωροφύλακες, Τουρκαλβανούς όπως κι αυτός. Είχε στρωθεί σε ένα σπίτι και ζητούσε από το φτωχό σπιτονοικοκύρη να παρουσιαστούν οι νύφες και θυγατέρες του να τον περιποιηθούν. Εμφανίστηκε ξαφνικά ό Κώττας και του είπε αρβανίτικα: «Σου φέρνω επτά νύφες» (όσα ήταν τα παλληκάρια του). Τούς έριξε σε μία βαθιά σπηλιά. Οι τουρκικές αρχές νόμισαν πώς το είχαν σκάσει με τα χρήματα στην ’Αλβανία.

Πήγε και τον βρήκε πρεσβεία από τον Άκριτα (Μπούφι) και τον παρακάλεσε να τους απαλλάξει από τρεις φοβερούς Τουρκαλβανούς από τις τουρκαλβανικές τότε και γειτονικές ’Άνω Κλεινές (Άνω Κλέστινα), που νοίκιαζαν μονοπωλιακά την δεκάτη του χωρίου, σύχναζαν σε αύτό, γλεντοκοπούσαν και είχαν καταντήσει ανυπόφοροι.

Ο Κώττας ικανοποίησε το αίτημά τους. Δύσκολο είναι να καταλάβουμε σήμερα τη σημασία και τον αντίκτυπο αυτών των φόνων. Ο Κώττας είχε γίνει για τον πολυβασανισμένο αγροτικό πληθυσμό νέος άγιος Γεώργιος που σκότωνε πολλούς δράκους. Οι χωρικοί τον είχαν σα Θεό. Όπως είπε ο Κρητικός οπλαρχηγός Θύμιος Καούδης, τον έβαζαν στην κατηγορία των μεγάλων οπλαρχηγών, σαν τον Κολοκοτρώνη. Δεν ήταν εξ άλλου εύκολη λεία οι Τουρκαλβανοί μπέηδες και αγάδες, που ήταν πάνοπλοι, γενναίοι και συνοδευόμενοι πάντοτε από πάνοπλους συνοδούς. Στο Μοναστήρι παρατήρησαν οι γιατροί ότι οι Τουρκαλβανοί είχαν απίστευτη αντοχή και στα βαρύτερα τραύματα.
Ο Γιουσούφ μπέης της Φλώρινας, όταν στα νιάτα του διασκέδαζε με άλλους μπέηδες, έβαζε το μονάκριβο γιο του σε απόσταση 20-30 μέτρων με ένα μήλο στο κεφάλι και σαν άλλος Γουλιέλμος Τέλλος πιστόλιζε το μήλο! Η γενναιότητα λοιπόν του Κώττα ήταν μεγάλη και φημισμένη. Έτσι όταν πρωτοφάνηκαν, οι κομιτατζήδες ,το 1900, το βρήκαν θρονιασμένο στα βουνά των Κορεστίων και της Πρέσπας, ίνδαλμα των χωρικών.

 

Τον πλησίασαν, τον ύμνησαν, τον δοξολόγησαν, αλλά μία νύχτα του Σεπτεμβρίου του 1900, ενώ ό Κώττας βάδιζε ανύποπτος μαζί τους, ανάμεσα στη Βέβη και Κέλη, πισώπλατα και άνανδρα τον πυροβόλησαν και τον τραυμάτισαν αρκετά σοβαρά «κατά διαταγήν του Κομιτάτου», όπως γράφει ο Κλιάσεφ. Για την ενότητα δήθεν του αγώνα και την ιδεολογική συνοχή θέλησαν να τον εμφανίσουν σαν έναν απροσάρμοστο και επικίνδυνο αιρετικό. Αργότερα θα ισχυριστούν στους χωρικούς ότι έπεσε σε συμπλοκή με Τούρκους.

Ο Κώττας χρειάστηκε αρκετούς μήνες για να γιατρέψει την πληγή του με τα χωριάτικα γιατροσόφια και φυτίλια. Αλλά μόλις έγινε καλά, κήρυξε τον πόλεμο στο Κομιτάτο, στους «παλιοδασκάλους» -τους Βουλγάρους και τούς άλλους «βαγαπόντες».  Πήγε ως το Νεστόριο για τη συμμορία του Πετρώφ. Η δόξα του Κώττα είναι ότι κατόρθωσε να κρατηθεί πέντε χρόνια σχεδόν και να συνεχίζει ένα σκληρό διμέτωπο αγώνα με την τουρκική κυριαρχία και το βουλγαρικό Κομιτάτο.

Σα μεσαιωνικός ηγέτης εγκατέστησε την κυριαρχία του σε πολλά χωριά των Κορεστίων και της Πρέσπας, που τα γλύτωσε απο τις αρπαχτικές υπερβασίες των Τουρκαλβανών και τις αθλιότητες των «ελευθερωτών». Ωστόσο το σπίτι του ήταν, όπως έγραψε ο Παύλος Μελας, το φτωχότερο του χωριού. Ο αρχικομιτατζής Π. Κλιάσεφ, ομολογεί στα απομνημονεύματά του, αμέτρητες ενέδρες και παγίδες, που έστησαν οι Βούλγαροι στον Κώττα. Ο Σελιάνωφ, άλλος βοεβόδας, που γεννήθηκε στην Πόλη από Έλληνίδα μητέρα και άποφοίτησε απ’το Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, και ήρθε στα χωριά της Καστοριάς από την Έλλάδα, κατηγορεί στα απομνημονεύματά του (πού εκτυπώθηκαν το 1933 στη Σόφια) τον Κώττα ότι ήταν διασπαστής, στασιαστής, ληστής, κακός δαίμονας και ότι πολύ δίκαια τον καταδίκασε το Κομιτάτο σε θάνατο.

Ο οπλαρχηγός έξ άλλου Λάκης Νταϊλάκης, που υπηρέτησε ως οπλίτης στο σώμα του Κώττα, σημειώνει, στα ανέκδοτα δικά του απομνημονεύματα, ότι εκπρόσωποι του Κομιτάτου και χωρικών τους κάλεσαν σε συνάντηση και συνεννόηση και ταυτόχρονα τους έστησαν ενέδρα στην βρύση Κράικου, κοντά στην Κρυσταλλοπηγή, όπου πίστευαν ότι οι “Έλληνες θα σταματούσαν να πιουν νερό. Ό Κώττας όμως σταμάτησε αθόρυβα λίγο ψηλότερα από τη βρύση. Είδε τότε να συγκεντρώνονται οι κομιτατζήδες γύρω από τη βρύση και άκουσαν το βοεβόδα Καρσάκωφ να αγανακτεί και να βρίζει γιατί ο Κώττας δεν είχε ακόμη πέσει στην παγίδα του.

 

Ο Κώττας σε απάντηση έριξε μερικές ομοβροντίες, που έφεραν το θάνατο σε δύο κομιτατζήδες. Τον ’Ιούνιο του 1901 έκανε την εμφάνισή του ένα άλλο σημαντικότερο πρόσωπο, ο Τσακαλάρωφ. Ήλθε με ψεύτικο διαβατήριο απ’την Αθήνα, όπου είχε πάει από τη Σόφια με χρήματα και εντολή του Σαράφωφ να άγοράσει όπλα. Στους αδελφούς Μαλτσινιώτη, που είχαν τότε το μονοπώλιο των όπλων, παρουσιάστηκε, όπως γράφει ο Κλιάσεφ, σαν Ηπειρώτης και ’Αλβανός. Μιλούσε καλά τα ελληνικά και τα αρβανίτικα. Είχε πάει και στην πρώτη τάξη του Ελληνικού ημιγυμνασίου Καστοριάς. Δούλευε έπειτα τσαρουχάς στο χωριό του, την Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι). Εβίασε όμως με έναν άλλο την Ελληνίδα δασκάλα και καταδικάστηκε σε βαριά ποινή απ’το δικαστήριο Καστοριάς. Δραπέτευσε όμως από τη φυλακή και βρέθηκε στη Βουλγαρία (οι πληροφορίες είναι του Κλιάσεφ).

Ο Τσακαλάρωφ χωρίς να χάσει καιρό κάλεσε τον Κώττα, για να του μεταδώσει δήθεν «νέα και χαιρετισμούς» από την Αθήνα. Ο Κώττας του έστειλε δυο παλληκάρια του, τον Σπύρο Παρασκευάκη και τον Γκέκα. Ο Τσακαλάρωφ αρκέστηκε και θέλησε και αυτούς να ξεκάνει. ’Αλλά πρόβαλε ξαφνικά τότε ό Βάντσο, προδότης κομιτατζής, με τούρκικο λόχο. Την άλλη μέρα επιχείρησε να παρασύρει τον Κώττα σε άλλη παγίδα ο Μόσκωφ. Μα κια αυτός έμεινε στα κρύα του λουτρού. Του έστησαν ενέδρα στα μέρη, όπου μπορούσε να περάσει. Μα ο γερόλυκος των βουνών τούς ξέφευγε πάντοτε.

Όταν πια απελπίστηκαν, του έστειλαν τον βοεβόδα Πετρώφ (πού είχε λόγους να είναι δυσάρεστημένος με το Κομιτάτο) να του εμπνεύσει εμπιστοσύνη και να τον δολοφονήσει. Δεν τα κατάφερε ούτε αυτός. Του έστειλαν έπειτα τον Γκέλε ή Βαγγέλη. Κράτησαν εικονικά στο Μακροχώρι την οικογένειά του. Τον πρόσταξαν να καταφύγει δήθεν στον Κώττα και να παραστήσει ότι ξέφυγε απ’το μαχαίρι τους, να τους στολίσει με όσα επίθετα ήθελε και να φροντίσει οπωσδήποτε να τον ξεκάνει. Ο Κώττας, παρά τις αντιρρήσεις των οπαδών του, το δέχτηκε, τον όπλισε και του έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη. Την άλλη μέρα ο Γκέλε έπεσε στα γόνατα, ζήτησε συγχώρηση και του τα εξομολογήθηκε όλα (Γεωργ. Χρήστου, Μακεδονικές ιστορίες, σ. 147).

Ύστερα απ’αυτό ο Κώττας αναγκάστηκε να εκστρατεύσει για να απελευθερώσει την οικογένειά του, αφού δεν μπορούσε να το διώξει, για να βρει το θάνατο, ούτε να τον κρατήσει με την οικογένειά του στα εχθρικά χέρια.
Έπιασαν το χωρικό, που φύλαγε καραούλι, τον έδεσαν, μπήκαν στο χωριό, πήραν τη γυναίκα και την κόρη του Γκέλε και έφυγαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.

Εξαγριώθηκαν οι κομιτατζήδες. Συγκεντρώθηκαν οι συμμορίες της Καστοριάς και Φλώρινας, όπως γράφει και ό Σελιάνωφ (σελ. 166), και ρίχτηκαν του Κώττα στο δάσος πάνω από το Τρίγωνο. Ακολούθησε οκτάωρη μάχη. Σε βοήθεια του Κώττα ήλθαν Πισοδερίτες με τον Παπασταύρο και Άνταρτικιώτες. Ο Κώττας έχασε δύο άνδρες και έφυγε με τρεις πληγωμένους. Ο βοεβόδας Ποπώφ θαύμασε την παλληκαριά, την ευθυβολία και ευκινησία του Κώττα.

Για τη συμπλοκή έγραψε και ο Άγγλος Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης στην Κυανή Βίβλο, όπου ανέφερε ότι ο Κώττας ήρθε σε ρήξη με τον Τσακαλάρωφ γιατί καταπίεζε και λήστευε τον χριστιανικό πληθυσμό και ήθελε με τη βία να τον εκβουλγαρίσει. Ο Άγγλος πάλι πρόξενος Μοναστηριού έγραφε ότι στα κηρύγματά του ο Τσακαλάρωφ χαρακτήριζε τούς  Έλληνες χειρότερους εχθρούς από τούς Τούρκους και διαλαλούσε ότι, για να είναι κανείς καλός Βούλγαρος, πρέπει να βάψη τα χέρια του στο αίμα ενός τουλάχιστον Γραικού.

Έγραψε και ο Στέφανος Δραγούμης (Γνάσιος Μακεδών) στο βιβλίο του «Μακεδονική κρίσις, 1904-1908», ότι ο Αυστριακός Πρόξενος Μοναστηρίου σύστησε σε επιτροπή από την Κρυσταλλοπηγή να φροντίσουν να συμβιβάσουν τον Κώττα με το Κομιτάτο και αν δεν τον πείσουν, να τον σκοτώσουν σα ληστή. Και ο Κλιάσεφ γράφει ότι ο Αυστριακός Πρόξενος δέχτηκε πολύ ευμενέστερα από το Ρώσο πρόξενο τούς χωρικούς των Κορεστίων.

Στις 30 Αυγούστου 1902 έφθασε στην περιοχή Καστοριάς από τη Βουλγαρία με 50 περίπου άνδρες ο Γιάγκωφ, έφεδρος συνταγματάρχης του βουλγαρικού στρατού και υπαρχηγός των Βερχοβίστ (Τσοντσεφικών). Ήταν απ’τη Ζαγοριτσάνη. Ο Κλιάσεφ γράφει ότι είχαν διαταγή να αφοπλίσουν τον Κώττα, πράγμα που δεν ήταν βέβαια πολύ εύκολο. Ο Γιάγκωφ ανέφερε στους Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ ότι είχε αποστολή να προκαλέσει οπωσδήποτε επαναστατικό κίνημα, που θα το ενίσχυαν αμέσως Ρώσοι και Βούλγαροι. Εκείνοι αναφέρθηκαν στην ’Επιτροπή Μοναστηριού και όταν πήραν αρνητική απάντηση του διεμήνυσαν να μην προβεί σε καμιά ενέργεια. Ο Γιάγκωφ όμως παρά τούς εξορκισμούς του Τσακαλάρωφ είχε κιόλας έλθει σε συνεννόηση με τον Κώττα.

Για να εκθέσει ο Κώττας στη συνείδηση των χωρικών τους Τσακαλάρωφ, Κλιάσεφ και όλους τούς κομιτατζήδες, αποφάσισε να δράση μοναχός του, και ακόμη να μπει στη Φλώρινα και στην Καστοριά. Επιστράτευσε 450 χωρικούς και στις 6 του Σεπτέμβρη του 1902 ξεκίνησε από το Τρίγωνο, με την πρόθεση να κάψει κάμποσα τουρκικά σπίτια της Φλώρινας και προ παντός να αρπάξει όπλα από τη στρατιωτική αποθήκη της πόλης. Οι Τούρκοι όμως το πληροφορήθηκαν και κινητοποίησαν αμέσως δυνάμεις ιππικού και πεζικού.

Ματαιώθηκε επίσης και η «εισβολή» στην Καστοριά, που είχε οριστεί για τις 20 Σεπτεμβρίου. Όπως ομολογεί στα απομνημονεύματά του ο Κλιάσεφ, το γράμμα που έστειλε ο Κώττας στον Έλληνα φίλο του, γιατρό της Καστοριάς. Κύρο Καραμπίνα, με το όποιο του ζητούσε να προετοιμάσει τα πνεύματα και να συγκεντρώσει τρόφιμα, έπεσε στα χέρια των κομιτατζήδων.

Στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών βρέθηκε επιστολή του εφημερίου του Πισοδερίου Παπασταύρου προς το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηριού. Στο γράμμα αυτό αναφέρει ότι συναντήθηκε στο Ανταρτικό με το Γιάγκωφ, που αφού του φίλησε το χέρι, αποδοκίμασε δριμύτατα τούς διωγμούς και τις σφαγές Ελλήνων απ’τους Τσακαλάρωφ και τους όμοιους του, και του εκμυστηρεύτηκε ότι είχε συστήσει σε φίλους του χωρικούς να σκοτώσουν τον Τσακαλάρωφ και να τον καταδώσουν στους Τούρκους!

Τέλος, ο Γιάγκωφ, περνώντας απ’το Βόλο, γύρισε στη Βουλγαρία, αφού άφησε ως υπαρχηγό του το Γκράικο με οκτώ άνδρες, τούς όποιους όμως ξέκαμαν οι Τούρκοι σε ένα χωριό με προδοσία του μουχτάρη. Όπως γράφει ο Κλιάσεφ, οι Γιαγκωφικοί πίστευαν ότι το μουχτάρη τον έβαλε να καταδώσει ο δάσκαλος Ρεζώφ και ότι ήταν ό ίδιος με εκείνον, πού, μαζί με το συνάδελφό του Ποπτράικωφ, δολοφόνησαν το 1899 δυο νοικοκυραίους «Γραικομάνους» της Βασιλειάδας.

Δεν ήταν δυνατό για τον Κώττα να μην πάρει μέρος στο κίνημα της 20ης Ιουλίου 1903, το περιβόητο Ήλιντεν. Αν έκανε διαφορετικά θα έχανε την επιρροή του και θα δικαίωνε τον Τσακαλάρωφ και τους οπαδούς του, καθώς και τούς «παλιοδασκάλους» του Κομιτάτου, που τον κατηγορούσαν για όργανο του Μητροπολίτη Καραβαγγέλη και των Τούρκων. Τα κηρύγματα της ελευθερίας και της αντιτουρκικής σταυροφορίας είχαν παρασύρει τότε πολλούς δικούς μας σε διάφορες άλλες περιοχές. 

Έτσι λοιπόν, επιστράτευσε τούς χωρικούς του και έδωσε μάχες με τους Τούρκους στη Βίγλα του Πισοδερίου και στο Πλατύ της Πρέσπας, όπου έπεσε και ο υπαρχηγός του Σπύρος Παρασκευαΐδης από το Λαιμό και όπου ολάκερο τούρκικο τάγμα αναγκάστηκε να υποχωρήσει, ενώ η μεγάλη συμμορία του Αρσώφ έμεινε κατά τη μάχη ουδέτερος θεατής. Γρήγορα όμως αποστράτευσε τούς άνδρες του. Τότε οι Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ έκαμαν κάτι το ανήκουστο και φοβερό:

Με 450 άνδρες μπήκαν στο Βατοχώρι, έκαψαν, κρέμασαν και έσφαξαν συνεργάτες του Κώττα και «Γραικομάνους», αναφέρει ο Κλιάσεφ. Ο Κώττας για εκδίκηση έστειλε δυο παλληκάρια του στα Χαλαρά, όπου έπιασαν τον «αρχηγό» Λάζο Ποτράικωφ και τον έκτέλεσαν στην ίδια θέση, όπου, με δική του διαταγή, είχαν κατακρεουργηθεί οι Παπαηλίας και Γιάμτσης, το κεφάλι του το πήγε μέσα σε σακί φασόλια στην Καστοριά ένας απ’το Ανταρτικό, που πέρασε μάλιστα ανάμεσα από καταυλισμό κομιτατζήδων.

Τον ’Ιανουάριο του 1904 ό Κώττας πήγε στην ’Αθήνα να δει τα παιδιά του και να συνεννοηθεί με τούς αρμοδίους. Γύρισε πίσω το Μάρτιο μαζί με την Επιτροπή Αξιωματικών, που αποτελούσαν οι Αλέξανδρος Κοντούλης, ό έπειτα αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, ο τραγικός αρχιστράτηγος στη Μικρά Ασία, ο Γ. Κολοκοτρώνης, που έπεσε στον ελληνο-βουλγαρικό πόλεμο του 1913 και ο Παύλος Μελάς. Τους έστελνε η κυβέρνηση Θεοτόκη «να μελετήσουν την κατάσταση» στη Μακεδονία. Ήταν και οι οπλαρχηγοί Θύμιος Καούδης, Δικώνυμος Μακρής, Λάκης Πίρζας, Παύλος Κύρου, Δημήτριος Νταλίπης, συνολικά τριάντα άνδρες.

Τα γράμματα του Μελά προς τη σύζυγό του, που αποπνέουν τόσο ευγενικό άρωμα, καθορίζουν το δρομολόγιό τους. Στα Κορέστια πέρασαν από τα χωριά Γάβρο, Κώττα, Πράσινο, Ανταρτικό και απ’τις Καρυές της Πρέσπας. Παντού έγιναν δεκτοί με άδολο ενθουσιασμό. Επισκέφθηκαν σχολεία, εκκλησιάστηκαν, δέχτηκαν επιτροπές από άλλα χωριά, αγόρευσαν σε συγκεντρώσεις χωρικών σα να βρίσκονταν στην Ελλάδα. Ούτε κομιτατζήδες ούτε Τούρκοι τούς ενόχλησαν, γιατί κανείς δε μίλησε, δεν κατέδωσε. Aν οι Βούλγαροι ήξεραν που βρίσκονταν, θα έστελναν αμέσως τούς Τούρκους.

Ο Κώττας είχε οργανώσει άλλωστε πολύ καλά την περιοχή του και την κρατούσε γερά, έχοντας και λαμπρό δίκτυο συνδέσμων και πληροφοριοδοτών. Στις Καρυές (Όροβνικ) της Πρέσπας ήρθε ριψοκινδυνεύοντας μία γυναίκα από τον “Άγιο Γερμανό και τούς ειδοποίησε ότι εκεί κοντά ήταν ο Άρσωφ με 70 κομιτατζήδες και ότι εκείνο το βράδυ θα πήγαιναν στην Καλλιθέα 49 στρατιώτες να κάμουν έρευνα στα σπίτια για το φόρο των αιγοπροβάτων. Τη γυναίκα εκείνη την είχαν στείλει άλλοι χωρικοί του Άγιου Γερμανού, έμπιστοι του Κώττα. Η πληροφορία της άγνωστης γυναίκας ήταν πολύτιμη, γιατί το ίδιο εκείνο βράδυ η αποστολή θα πήγαινε στην Καλλιθέα, όπου βέβαια δε θα ξέφευγε την σύγκρουση με τούς Τούρκους. (Ναταλίας Μελά, Παύλος Μελάς, 1964, σ. 260-261).

            Μουσείο το σπίτι του στη Φλώρινα

Η έκθεση των αξιωματικών έγραφε για τον Κώττα πολλούς εγκωμιαστικούς χαρακτηρισμούς, ότι όχι μόνον ήταν «εξόχως ικανός εις το έργον του», αλλά και ότι είχε πετύχει να έχει αφοσιωμένα χωριά, «άτινα εις ένα νεύμα του είναι έτοιμα να κινηθώσι τήδε κάκείσε». Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι τόσα γράμματα του Παύλου Μελά έφευγαν για την Αθήνα χωρίς να παραπέσει ούτε ένα. Θα τα πήγαιναν ασφαλώς με πολλές προφυλάξεις στο προξενείο Μοναστηριού, που τα έβαζε κατόπιν στο διπλωματικό φάκελο.

Ο Κώττας παρακολουθούσε την αποστολή και σε πολλά χωριά της Φλώρινας. Την ξαναβρήκε στο Βογατσικό, όπου πήγε για να μάθει τις νεώτερες αποφάσεις. Εκεί ήρθε και η ανάκληση των αξιωματικών και η αναβολή κάθε ενέργειας. Γύρισε στο χωριό του απογοητευμένος. Οι Βούλγαροι κατά την απουσία του είχαν ραδιουργήσει προσπαθώντας να πείσουν τους άνδρες του ότι ο Κώττας θα τούς αντικαθιστούσε με Κρητικούς, με Αρβανίτες κ.λπ. Έτσι, τον άφησαν οι περισσότεροι που σε λίγο όμως εξοντώθηκαν από τούρκικο στρατό στην Πρέσπα. Του έφυγαν και ο Κρητικοί Δικώνυμος Μακρής και Περάκης και τελευταίος ο στενός του φίλος Καούδης. Πολλοί σύστησαν και σε αυτόν να φύγει στην Ελλάδα και να γυρίσει αργότερα από εκεί με πολλή δύναμη. Ωστόσο ο Κώττας δε θέλησε να αφήσει απροστάτευτους τούς αφοσιωμένους φίλους του.

Στις 2 Ιουλίου ειδικό μεγάλο στρατιωτικό απόσπασμα από την Καστοριά τον ξετρύπωσε από την κρύπτη του στο χωριό Κώττα και τον συνέλαβε με τους τρεις καινούργιους συντρόφους του, έναν Πισοδερίτη και δυο από τα χωριά της Κορυτσάς. Κυκλοφόρησε από τότε η φήμη ότι τον είχε καταδώσει ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης. Την πληροφορία αναγράφει και ο Dakin. Φαίνεται δυστυχώς ότι η φήμη αυτή δεν ήταν αβάσιμη. Ο πρεσβύτερος γιος του οπλαρχηγού Νταλίπη, Αθανάσιος, λίγο πριν πεθάνει, το 1960, εξομολογήθηκε στον αδελφό του Κώστα ότι, τρεις μέρες πριν αιχμαλωτιστεί ο Κώττας, τον είχε στείλει, παιδί τότε, ο Καραβαγγέλης στη Ρούλια να ειδοποιήσει κρυφά τον πατέρα του και το Σίμο να απομακρυνθούν με τρόπο από το χωριό. Ο Θανάσης πέθανε στην επιστροφή του.

Η άξια όμως του Κώττα αποδείχτηκε αργότερα. Ενώ η αποστολή των αξιωματικών είχε γυρίσει ανενόχλητη και ελεύθερη τόσα χωριά, υστέρα από το θάνατο του Κώττα δεν μπόρεσαν πια να σταθούν πολύ καιρό τα ανταρτικά σώματα στην περιοχή της δράσης του, στα παλιά «βασίλεια του Κώττα», όπως τα ονόμασε ό θαυμαστής και βιογράφος του, Αλέξανδρος Κοντούλης (τη βιογραφία του Κώττα την δημοσίευσε στα 1931).



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved