ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΘΩΜΑ ΜΠΑΚΑΛΑΚΟΥ: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΧΕΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ;

ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ο Γιάννης Φραγκούλης συζητά με το Θωμά Μπακαλάκο*

Συναντήσαμε το συνθέτη και τραγουδιστή Θωμά Μπακαλάκο και συζητήσαμε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες τραγουδοποιοί. «Κινδυνεύουμε να παραμείνουμε επαρχία της Ευρώπης», μας είπε. Το ελληνικό κράτος δε βοηθάει, αντίθετα δυσκολεύει το έργο του Έλληνα τραγουδοποιού. Υποδομή δεν υπάρχει, τόσο σε θέματα αρχείου όσο και σε θέματα εκπαίδευσης. Όλα έχουν αφεθεί στον ιδιωτικό τομέα ο οποίος κάνει ό,τι θέλει και προσπαθεί να ισοπεδώσει τα πάντα. Οι Έλληνες τραγουδοποιοί έχουν όμως προτάσεις.

Θα ήθελα να μου μιλήσεις κατ’αρχήν για τη δουλειά σου.

Είναι μερικά χρόνια τώρα που η θέση των δημιουργών, στιχουργών και συνθετών στο ελληνικό τραγούδι είναι πολύ δύσκολη. Οι Έλληνες συνθέτες και στιχουργοί δυσκολεύονται από αυτούς που διαχειρίζονται την πνευματική δημιουργία, τις εταιρείες δίσκων, να εκδώσουν δουλειές ολοκληρωμένες, έργα που να έχουν να πουν κάτι, όπως παλιότερα, στη δεκαετία του 1970 μέχρι το 1983. Από κει και πέρα, έχουμε μία επικυριαρχία των ερμηνευτών, των σουξαδόρων, όπως τους λέει ο λαός, και οι εταιρείες δουλεύουν για αυτούς, με στόχο να πουλήσουν μερικές χιλιάδες δίσκους.

Δηλαδή σκοπεύουν στην εμπορική επιτυχία…

Όλες αυτές οι δουλειές, χρόνια τώρα, έχουν κοινό στόχο να ερεθίσουν διάφορα φτηνά λαϊκά αισθήματα του λαού, γενικά των ανθρώπων που αγαπούν το ελληνικό τραγούδι. Σκοπεύουν να διασκεδάσουν κυρίως του Νεοέλληνες και κυρίως να ικανοποιήσουν αυτούς που τις μεταμεσονύχτιες ώρες ξοδεύουν χιλιάδες δραχμές στα μπουζουξίδικα και στα ξενυχτάδικα.

Έτσι λοιπόν οι Έλληνες δημιουργοί -και αυτό είναι φανερό σε όλους- έχουν έστω και την ελάχιστη σχέση με το ελληνικό τραγούδι και την ιστορία του, δυσκολεύονται να εκδώσουν δουλειές ολοκληρωμένες, έργα ολοκληρωμένα που αυτά, κατά τη γνώμη μου, θα συνέβαλαν στην ανύψωση του πολιτιστικού επιπέδου του λαού και στην καλυτέρευση του ελληνικού τραγουδιού.

Δεν έχω ξεφύγει και εγώ από τη μέγγενη, θα έλεγα ανάμεσα στις εταιρείες και τους τραγουδιστές, και φυσικά δεν είμαι από αυτούς που θα τρέξουν πίσω από ένα τραγουδιστή με την προοπτική να δώσω ένα ή δύο τραγούδια σε κάποιον από αυτούς και να συμπεριληφθώ στο «μεγάλο» του δίσκο και εγώ σαν ένας από τους συνθέτες-στιχουργούς που φρόντισαν για να κάνει επιτυχία ο τάδε ή ο δείνα τραγουδιστής.

Είναι φανερό ότι έχουμε περάσει από την εποχή που σημαντικό ήταν το έργο του συνθέτη, στην εποχή που ενδιαφέρον είναι το έργο του τραγουδιστή, ο οποίος και προβάλλεται. Το ελληνικό τραγούδι έχει χάσει την προσωπικότητά του έτσι;

Έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα. Αυτό είναι ανησυχητικό. Για αυτό δεν έχουμε τα τελευταία χρόνια δουλειές με προσωπικότητα. Ακόμα και κάποιοι συνθέτες που είχαν ένα έργο σοβαρότερο παλιά, τα περασμένα χρόνια, και μπόρεσαν να κάνουν μία δουλειά που την υπογράφουν αυτοί από την αρχή ως το τέλος, ήταν κι αυτή η δουλειά στην ουσία, μέσα στο πλαίσιο που περιέγραψα προηγούμενα, διασκεδαστική, εκτονωτική και καθόλου ψυχαγωγική, θα έλεγα, με την έννοια της αγωγής της ψυχής.

Έχεις ξεκινήσει με άλλους καλλιτέχνες, τραγουδιστές και τραγουδοποιούς, να αλλάξετε την ιδεολογία του ελληνικού λαού.

Όχι να αλλάξουμε την ιδεολογία του ελληνικού λαού, αλλά να του δώσουμε τη δυνατότητα να διαμορφώσει μία πολιτισμική σκέψη ορθή. Για να έχει κανείς μία πολιτισμική σκέψη ορθή θα πρέπει να γνωρίζει τα προβλήματα που τον απασχολούν σαν άτομο. Αυτό ακριβώς έκανα εγώ το 1975, νομίζω για πρώτη φορά μπήκε στο ελληνικό τραγούδι σα θέμα το λεγόμενο κοινωνικό πρόβλημα.

Είχαμε αφθονία τραγουδιών που μιλούσαν για την ιδεολογία και την πάλη των ιδεολογιών. Εγώ το 1975 -και να θυμίσουμε τη δουλειά μου «Τα αγροτικά»- έβαλα το κοινωνικό πρόβλημα στο τραγούδι και αυτό ήταν μία τομή νομίζω, άσχετα αν μέχρι τώρα δεν έχουν ασχοληθεί οι κριτικοί που ασχολούνται με την παρουσίαση των τραγουδιών.

Έδιναν ορισμένες λύσεις, συγκεκριμένες, που τις είχαν περάσει στον κόσμο.

Αυτά τα τραγούδια έγιναν εργαλείο του ελληνικού λαού, για να καλυτερέψει τη θέση του, για να προωθήσει τη λύση των προβλημάτων που τον απασχολούν, εργαλείο για την αγροτική τάξη -που απευθύνεται κυρίως αυτή η δουλειά- και για την εργατική και για όλους όσους καταλαβαίνουν μερικά πράγματα παραπάνω.

Μετά από αυτή την εποχή, έχει αλλάξει η ελληνική κοινωνία και, όπως είπες και εσύ, οι εταιρείες ψάχνουν περισσότερο να βρουν το χρήμα παρά τον πολιτισμό. Έχουν γίνει ορισμένες κινήσεις τώρα. Εσείς που φτιάχνετε τα τραγούδια τι προσπάθειες έχετε κάνει, σε συλλογικό επίπεδο, συνεταιρισμούς, ούτως ώστε να δοθεί μία λύση στο τραγούδι;

Οι προσπάθειες που έχουν γίνει ως τώρα έχουν ναυαγήσει, να μπορέσουν, δηλαδή, έστω κάποιες ομάδες από τους δημιουργούς, να δημιουργήσουν εκείνες τις συνθήκες που θα τους έδιναν τη δυνατότητα να δημοσιοποιήσουν τα έργα τους. Έτσι έχουν απομείνει μόνο οι γνωστές εταιρείες δίσκων που έχουν σκοπό να αποκομίσουν κέρδη, εμπορευόμενοι τη μουσική και το τραγούδι.

Το θέμα είναι καθαρά πολιτισμικό και πολιτιστικό παρά οικονομικό, γιατί οι δουλειές που απευθύνονται στον κόσμο σκοπό έχουν να ζωγραφίσουν την εποχή μας από όλες τις απόψεις, δεν έχουν ζημιώσει τις εταιρείες, απόδειξη ότι πολλά κέρδη πάνε στις εταιρείες και απευθύνονται στον ελληνικό λαό που έχει να ακούσει κάτι δημιουργικό, ωφέλιμο και όχι μόνο διασκεδαστικό και εκτονωτικό.

Από τη μία μεριά έχουμε φεστιβαλικές εκδηλώσεις, οι οποίες άλλοτε βοηθούν και άλλοτε διαιωνίζουν μία τέτοια κατάσταση, όπως το Φεστιβάλ του Λυκαβηττού, από την άλλη έχουμε τα ΜΜΕ. Βλέπεις ότι τα ΜΜΕ βοηθάνε το ελληνικό ποιοτικό τραγούδι έτσι όπως είναι τώρα;

Τα ΜΜΕ είναι και αυτά εμπορικές εταιρείες και δεν μπορεί παρά να αξιοποιήσουν αυτά που θέλουν οι δισκογραφικές εταιρείες να προωθήσουν. Υπάρχει μία συνεργασία αναγκαστικά των εταιρειών και των ΜΜΕ, ραδιόφωνο και τηλεόραση, για αυτό στα διαφημιστικά προγράμματα, οι ίδιοι και οι ίδιοι είναι αυτοί που κάνουν Πρωτοχρονιά, που κάνουνε Πάσχα. Υπάρχει μία συντεχνία, δεν μπορεί να αποφευχθεί αυτή η συντεχνία. Αλλά, από την άλλη μεριά, είναι πολύ άσχημο να μείνουν στα συρτάρια και να μην αξιοποιούνται από το λαό εργασίες ανθρώπων, οι οποίοι δε βρίσκουν διέξοδο να πουν μία ολοκληρωμένη άποψη, πολιτιστική, στο λαό.

Το προσωπικό σου παράδειγμα είναι ενδεικτικό.

Έχω έτοιμη μία δουλειά εδώ και 2-3 χρόνια, μία δουλειά που είναι από τις πιο καλές που έχω κάνει στην καριέρα μου -και ευθέως το λέω- δυσκολεύομαι να τη δισκογραφήσω. Καμία από αυτές τις εταιρείες, τουλάχιστον σε όσες έχω προσπαθήσει ως τώρα, δεν επιθυμεί να διαθέσει μια δεκάρα για να δημοσιοποιηθεί μία τέτοια δουλειά που ασχολείται με ένα άκρως επίκαιρο θέμα: τη σχέση δηλαδή της πατρίδας μας και τον Έλληνα μέσα στο καινούργιο που πάει να δημιουργηθεί στην Ευρώπη. Τα προβλήματα που μπορεί να υπάρξουν, μέσα από αυτή τη συνύπαρξη στην ενιαία Ευρώπη. Μέσα από αυτή τη δουλειά μου προσπαθώ να δείξω ότι ο Έλληνας δεν μπορεί να είναι απλός παρατηρητής σε αυτές τις διεργασίες της ενοποίησης και ούτε η πολιτιστική του κληρονομιά μπορεί να εξαφανιστεί μέσα σε αυτό το χωνευτήρι που πάει να δημιουργηθεί.

Πως βλέπεις το ελληνικό τραγούδι, το εμπορικό που δεν πάει και τόσο καλά;

Το παράδοξο είναι ότι επενδύονται τόσα χρήματα και γίνονται τόσες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, με αυτό το είδος τραγουδιού που κυριαρχεί. Δεν υπάρχουν τα ανάλογα έσοδα και μια και ο σκοπός είναι αυτός, έρχονται στο μυαλό μου διάφορες σκέψεις. Πως δεν είναι το θέμα οικονομικό, αλλά θέμα πολιτισμού και ότι αφήνονται πολλά σε χέρια ανθρώπων που δεν ξέρω ποια σχέση έχουν με την Ελλάδα. Μπορεί να μην έχουν καμία σχέση.

Μπορεί να είναι κάποιες πολυεθνικές που εξυπηρετούν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο;

Μία προσπάθεια ισοπέδωσης των πάντων, προσπάθεια δημιουργίας κοινών ακουσμάτων σε όλο τον πλανήτη και εξαφάνιση των επιμέρους των πολιτισμών που χωρίς αυτούς δε θα είχαμε αυτό το θαυμάσιο παζλ του πολιτισμού του πλανήτη, αλλά ένα ισοπεδωτικό πολιτιστικό χάρτη ενός ανούσιου πλανήτη.

Το θέμα είναι καθαρά πολιτικό…

Όλα οδηγούν εκεί. Και να φανταστεί κανείς πως το ελληνικό τραγούδι έχει μία προσωπικότητα, είναι από τα εργαλεία που ζωγραφίστηκε έντονα ο χαρακτήρας του Έλληνα και η ιστορία του από το 1920 μέχρι σήμερα. Αν λείψουν τα ίχνη του πολιτισμού διακόπτεται αυτή η αιώνια προσπάθεια του Έλληνα να έχει ένα πολιτιστικό πρόσωπο, μία πολιτιστική πρόταση προς τους υπόλοιπους λαούς.

Σήμερα οι εταιρείες δε θέλουν να συμβάλλουν, τα ΜΜΕ δε θέλουν να συμβάλλουν, ποιες προσπάθειες μπορούν να ξυπνήσουν το λαό, να του δείξουν ότι υπάρχει το ελληνικό τραγούδι, τι πρέπει να γίνει για να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος;

Πρώτα θα πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες ανεξαρτησίας των ανθρώπων του τραγουδιού. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να γίνει μία κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων, έτσι ώστε ο δημιουργός να έχει μία ελάχιστη αμοιβή, κάτι που το έχουν, τουλάχιστον, στο εξωτερικό.

Έχοντας αυτή την ανεξαρτησία, θα μπορέσει να αυξήσει τις αντιστάσεις του και, αφού μείνουν αυτοί που έχουν άποψη, θα αναγκαστούν οι εταιρείες να αξιοποιήσουν τις απόψεις πια, τους δημιουργούς, δηλαδή. Αυτό το πράγμα στην Ελλάδα, η κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων, δεν έχει γίνει μέχρι τώρα, έχουμε μία απαρχαιωμένη νομοθεσία του 1920 και ο δημιουργός είναι στο έλεος διάφορων ιδιωτών τόσο στην παραγωγή όσο και στη χρήση των έργων του.

Μία προσπάθεια που πήγε να γίνει επί οκταετίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ναυάγησε γιατί οι άνθρωποι του τραγουδιού χωρίστηκαν σε δύο παρατάξεις. Στη μία που ήθελε την αυτοδιαχείριση στα πνευματικά δικαιώματα, όπως συμβαίνει σε όλα τα κράτη του κόσμου, και στην άλλη που ήθελε τη διαιώνιση της υπάρχουσας κατάστασης, της επικυριαρχίας ενός ιδιώτη που ανεξέλεγκτα διαχειρίζεται τα δικαιώματα των δημιουργών.

Ποιο μερίδιο έχει η κυβέρνηση και ποιο οι δημιουργοί;

Δεν κάναμε καμία προσπάθεια να φτιαχτεί μία σύγχρονη νομοθεσία. Εμείς δε θέλουμε τίποτε σπουδαίο και πρωτότυπο.  Θέλουμε να γίνει ότι έχει γίνει στα άλλα κράτη του κόσμου. Εμείς, δυστυχώς, βρισκόμαστε 100 χρόνια πίσω. Με την πρόταση νόμου που έγινε, δυστυχώς, το πρόβλημα δε λύνεται και πάλι. Διαιωνίζεται η παρούσα κατάσταση και θα είμαστε μία ζωή επαρχιώτες της Ευρώπης. Ελπίζω οι Ευρωπαίοι, αν έχουν τέτοιες ευαισθησίες, να λύσουν και αυτό το θέμα στο πλαίσιο της ενωμένη Ευρώπης. Μέχρι τότε εμείς θα ταλαιπωριόμαστε.

Τι προτείνεις συγκεκριμένα;

Η πολιτεία θα μπορούσε να κάνει ορισμένες κινήσεις και να δώσει δυνατότητα έκφρασης στους ανθρώπους που έχουν ολοκληρωμένη άποψη, ένα ολοκληρωμένο έργο. Ορισμένες προσπάθειες θα μπορούσαν να γίνουν: η ίδια η πολιτεία να έχει ένα φορέα έκδοσης τραγουδιών και μουσικών έργων, όπου θα είναι υπεύθυνη στον οικονομικό τομέα και στην επιλογή.

Να γίνει Εθνική Δισκοθήκη για να είναι τα κομμάτια κάπου συγκεντρωμένα, διαθέσιμα στον κάθε ερευνητή και όχι, όπως τώρα, εδώ και εκεί. Μία Μουσική Ακαδημία θα εξασφάλιζε τη σοβαρότητα στην ελληνική μουσική. Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, που ωφελούνται από την ελληνική μουσική, θα πρέπει να κάνουν μία προσπάθεια να δώσουν δυνατότητες έκφρασης, κάνοντας οι ίδιοι τις παραγωγές.

Σήμερα οι Έλληνες δημιουργοί, με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, είναι ανίκανοι να αντιδράσουν, προβάλλουν αντίσταση. Μιλάμε για σκλαβωμένους δημιουργούς, για σκλαβωμένο ελληνικό τραγούδι.

*Αυτή η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εξόρμηση» τον Ιούλιο του 1993.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Γιάννης Φραγκούλης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1960, όπου τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο. Σπούδασε χημεία στον Καναδά, στο Μόντρεαλ (Quebec), στο Μόνκτον (New Brunswick) και στην Ορλεάνη (Γαλλία). Το 1989 σπούδασε φωτογραφία στην ΑΚΤΟ, στην Αθήνα. Παρακολούθησε σεμινάρια σημειωτικής, με το Δημήτρη Τσατσούλη (φωτογραφίας, λογοτεχνίας και θεάτρου), στο Ελληνοαμερικάνικο Κολλέγιο. Το 2009 τέλειωσε το Master in Arts, από το Middlesex University, με θέμα της διατριβής του, «Ο μύθος, μια αφηγηματική διακειμενικότητα». Το 1989 άρχισε να αρθρογραφεί και το 1990 ξεκίνησε να γράφει κριτικές κινηματογράφου. Το 1992 έγινε μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, της οποίας έχει διατελέσει Πρόεδρος, και της FIPRESCI. Το 1994 έγινε μέλος του «Μικρό» (Σωματείο για την ταινία μικρού μήκους), στο οποίο ήταν Πρόεδρος για δύο θητείες. Το 2000 ξεκίνησε να διδάσκει σε σεμινάρια κινηματογράφου στην Ένωση Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΤΕΚΤ), στο «Μικρό», στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Μουσείο Κινηματογράφου, στο Μικρό Πολυτεχνείο, στη Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, στο δικό του χώρο και σε συνεργασία με τη filmfabrik Productions, στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει κινηματογράφο μέχρι σήμερα στο Κινηματογραφικό Εργαστήρι Fabula, το οποίο διευθύνει. Συμμετείχε στο στρογγυλό τραπέζι της FIPRESCI, στην Κωνσταντινούπολη και στη Φιλιππούπολη με θέμα τον βαλκανικό κινηματογράφο. Συμμετείχε σε κριτικές επιτροπές στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας και σε Φεστιβάλ, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι επιστημονικός σύμβουλος του Εργαστηρίου Almakalma, το οποία ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο (Performance). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Εξόρμηση, στην οποία ήταν υπεύθυνος του πολιτιστικού τμήματος, στην Αθηναϊκή, στη Νίκη, στο Μανδραγόρα, στην Ουτοπία, στη Σύγχρονη Εκπαίδευση, στον κατάλογο του Φεστιβάλ της Λάρισας, στη Γραφή, στο Κ.ΛΠ., στο Ριζοσπάστη και στο Αλμανάκ της ΠΕΚΚ. Ίδρυσε το περιοδικό «αντι-Κινηματογράφος», στο οποίο ήταν διευθυντής σύνταξης, το 1992, το περιοδικό «Κινηματογράφος και Επικοινωνία», στο οποίο ήταν διευθυντής, το 2000. Επιμελήθηκε και συνπαρουσίασε, μαζί με τον Κώστα Σταματόπουλο, την εκπομπή «Cineπλάνο», στο 902TV, από το 2008 έως το 2009. Ήταν υπεύθυνος για τους διαδικτυακούς τόπους www.cinemainfo.gr και www.theaterinfo.gr. Ίδρυσε και διεύθυνε το greeceactuality.wordpress.com. και τώρα διευθύνει και αρθρογραφεί στα www.filmandtheater.gr και www.thessalonikinfo.gr. Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Jean Mitry, «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», έχει γράψει τα βιβλία «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, το 2006, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών (σειρά νεανική Βιβλιοθήκη) και «Κώστας Φέρρης», εκδ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Έχει οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα, όπως το Αφιέρωμα στον Παλαιστινιακό Κινηματογράφο, το 2002, την Εβδομάδα Κλασικού Ιαπωνικού Κινηματογράφου και την Εβδομάδα Σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, το 2002, ως μέλος της Π.Ε.Κ.Κ. Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανοράματος Νέων Δημιουργών, στο Ε.Κ.Θ., στη Θεσσαλονίκη, και ιδρυτής της Κινηματογραφικής Λέσχης Solaris, η οποία δραστηριοποιείται πλέον στη Θεσσαλονίκη. Διευθύνει το Αφηγηματικό Εργαστήριο Fabula, που ερευνά τον Ενιαίο Παραστατικό Χώρο. Έχει σκηνοθετήσει τρείς ταινίες μικρού μήκους, οι δύο πτυχιακές για το Master στο πανεπιστήμιο Middlesex, και την ταινία-ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας». ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ «Μέσα από τις βιτρίνες», 8΄, 2009, σκηνοθεσία «Nafasz», 7΄, 2009, σκηνοθεσία «Η αγία της αρχαίας Μαντινείας», 50΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Στιγμή απολιθωμένη», 31΄, 2010, ντοκιμαντέρ, σκηνοθεσία «Η τελευταία λατέρνα», 6΄, 2010, σεναριακή επιμέλεια «Το κλειδί της επιστροφής», 13΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Το συρματόπλεγμα», 19΄, 2015, σεναριακή επιμέλεια «Στο Τσινάρι», 7΄, 2017, σκηνοθεσία «Sotos, ζωγράφος αει…πράγμων», 2020, 97΄, σκηνοθεσία-φωτογραφία ΒΙΒΛΙΑ «Ο ρυθμός και η μουσική στον κινηματογράφο», του Jean Mitry, μετάφραση, εκδ. Entracte και Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, 2001 «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών, Αθήνα, 2004 «Κώστας Φέρρης», εκδ. Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Αθήνα 2004 «Η κωμωδία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο», εκδ. Έλευσις, Τρίπολη, 2006


Copyritght 2022 Thessalonikinfo / All rights reserved